«Με λένε Κατερίνα και είμαι 23 ετών, κάτοικος Γαλατσίου, είμαι παντρεμένη εδώ και τέσσερα χρόνια με τον 26χρονο Χρήστο, και αμάρτησα?.» Κάπως έτσι θα ξεκινούσα την απολογία μου, αν καταλάβαινε ποτέ ο άνδρας μου, τι κάνω όταν αυτός πηγαίνει φορτίο στη Γερμανία με το φορτηγό. Όπως καταλάβατε είναι φορτηγατζής και επιβεβαιώνει την εντύπωση που έχουν όλοι για αυτόν τον τύπο του άνδρα. Είναι ψηλός και γεροδεμένος, ευγενικός και πράος, παρ? όλα τα «μούσκουλα», χουβαρντάς, μιας και η δουλειά αφήνει καλά λεφτά, αλλά? Από τα 18 μου που τον γνώρισα συνεχίζει να έχει την ίδια συμπεριφορά στο κρεβάτι.
Πρώτη φορά που έκανα έρωτα, ήταν μαζί του, μέσα στο κουπέ του φορτηγού του και ήταν αρκετή για να μείνω έγκυος στο γιο μας τον Δημήτρη που σε λίγες μέρες κλείνει τα πέντε του. Δεν είχα κοιμηθεί ποτέ μου με άλλον άντρα και όσα ήξερα για τον έρωτα μου τα ‘μαθε ο άντρας μου. Μόνο που δε μου έμαθε και πάρα πολλά, γιατί έχει ένα «μικρό» πρόβλημα, του είναι κάπως μικρός! Καπάκι σ αυτό του το πρόβλημα έρχεται και η γρήγορη εκσπερμάτιση.
Από τότε που με «πήρε» για πρώτη φορά στο φορτηγό του, η πιο μεγάλη σε διάρκεια επαφή μας ήταν δέκα λεπτά. Κι αυτό αν είμαι απαθής στα αγγίγματα του. Γιατί αν κάνω πως αντιδρώ λιγάκι παραδείγματος χάριν, να του χουφτώσω το πουλί, γεμίζουν τα χέρια μου με τους «κόπους» του. Η μόνη στάση που έχουμε κάνει έρωτα είναι η ιεραποστολική. Όσο για προκαταρκτικά, ούτε να τα ακούσει δεν μπορούσε!
Φυσικά στην αρχή, δεν ήξερα, νομίζοντας πως έτσι έπρεπε να ναι. Άκουγα τις φίλες μου να λένε πως με τους άντρες τους πηδιόντουσαν όλο το βράδυ ή πως τους παίρνανε πίπα και δεν έλεγαν να χύσουν και μου φαινόντουσαν υπερβολές!
Αλλά όταν του μπήκε η ιδέα να πηδιόμαστε μπροστά στην καλωδιακή βλέποντας τσόντες και είδα πως λίγο μετά τους πρώτους τίτλους τελείωνε, δεν άντεξα και τον ρώτησα. «Μοντάζ!» Έτσι μου απάντησε! Πάλι καλά όμως, γιατί οι τσόντες
αυτές μου δώσανε μια κάποια λύση στο πρόβλημα μου…
Έτσι αγόρασα ένα δονητή και κάθε βράδυ που λείπει ο άντρας μου, μόλις κοιμάται ο μικρός, κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση και απολαμβάνω κι εγώ τον έρωτα με το μεγάλο καυλί χωμένο στο μουνάκι μου. Ο άντρας μου δεν κατάλαβε τίποτε, αλλά εγώ ένιωσα για πρώτη φορά οργασμό με το πονηρό μου «παιχνίδι».
Έβλεπα τις πρωταγωνίστριες να παίρνουν στο στόμα κάτι τεράστιες ψωλές και να τις καταβροχθίζουν και ονειρευόμουν πως ήμουν εγώ στη θέση τους. Εννοείται πως ούτε κουβέντα να σκεφτώ να πάω στ’ αλήθεια με κάποιον άλλο! Μπορεί να είχε κάποια προβλήματα ο Χρήστος στο κρεβάτι, αλλά ήταν ο καλύτερος σύντροφος στον κόσμο. Ποτέ του δε μου αντιμίλησε, ποτέ δε σήκωσε χέρι πάνω μου ή στο παιδί, και ήταν πάντα γεμάτος κατανόηση και στοργή. Μπορεί να τον παντρεύτηκα επειδή ήμουν έγκυος στο παιδί του, αλλά ήταν από έρωτα.
Καλύτερα όμως να έρθω στο προκείμενο. Η ιδέα να αγοράσω υπολογιστή ήταν της φίλης μου της Ρένας, που έχει με τον άντρα της κατάστημα ηλεκτρικών στη γειτονιά. Περισσότερο ήθελα να βγω από την υποχρέωση, γιατί κάποιες φορές της άφηνα το Δημήτρη για να πάω στο κομμωτήριο ή στην αισθητικό, αλλά με βοήθησε αρκετά να περνάω τις ατελείωτες ώρες που έλειπε ο άντρας μου από κοντά μου. Μου έκαναν δώρο και μια τρίμηνη σύνδεση στο Ίντερνετ! Άρχισα να κάνω chat και να γνωρίζω κόσμο μέσα από το IRC. Σε κάποια φάση ξεθάρρεψα και έκανα και cyber sex αλλά δεν ήταν αρκετό για να σβήσει την περιέργεια που είχα.
Ένα βράδυ, εκεί που ήμουν έτοιμη να κλείσω τον υπολογιστή και να πάω για ύπνο, διάβασα για μια τρομερή διεύθυνση με «μωρά» Καμιά πορνοσελίδα θα είναι φαντάστηκα. Αυτός ο Πέππας μ είχε κάνει να χάσω τα λογικά μου!
Σταμάτησα να διαβάζω αχόρταγα μόνο όταν άκουσα το Δημήτρη, τον πεντάχρονο γιο μου να ‘ρχεται κοντά μου. Είχε πάει εννέα το πρωί! Γαμώτο, ήμουν σχεδόν γυμνή. Φορούσα μόνο το κυλοτάκι μου, κι αυτό μισοκατεβασμένο, και μέσα μου είχα το δονητή! «Μαμά, γιατί είσαι γυμνή;» ρώτησε ο μικρός, γεμάτος περιέργεια. Αφησα το δονητή μέσα μου, τράβηξα ψηλά το κυλοτάκι μου και σηκώθηκα όρθια με ένα χαζό χαμόγελο αμηχανίας. «Ζεσταινόμουν αγόρι μου? Έλα η μανούλα να σου ετοιμάσει το γάλα σου» είπα και τον πήρα στη γυμνή αγκαλιά μου, για να μην αντιληφθεί το δονητή που προεξείχε σαν αντρικό όργανο μέσα απo το βρακάκι μου. Με μεγάλη δυσκολία έφτασα στην κουζίνα κι έφτιαξα το γάλα του, έχοντας τον πάντα στην αγκαλιά μου. Ο ερεθισμός μου ήταν φοβερός! Τον άφησα να πίνει το γάλα του μπροστά στην τηλεόραση και μπήκα καυλωμένη
στο μπάνιο.
Είχα εξαντληθεί. Ο ένας οργασμός έφερνε τον άλλο. Ήμουν πάνω από μία ώρα στο μπάνιο «παίζοντας» με το δονητή, όταν τον άκουσα να με φωνάζει. Με όση δύναμη μου ειχε μείνει φόρεσα το μπουρνούζι μου και πήγα κοντά του. Η υπόλοιπη μέρα μου πέρασε βασανιστικά αργά, περιμένοντας την ώρα που θα έπεφτε πάλι για ύπνο και θα έμπαινα ξανά στη σελίδα αυτή. Το βράδυ συνέχισα απτόητη αυτό που ειχα αφήσει μισοτελειωμένο την προηγούμενη. Το είχα αποφασίσει πως θα έστελνα κι εγώ φωτογραφία, όσο τρελό κι αν μου φαινόταν αρχικά. Αρκεί να έβρισκα μια φωτογραφία, καθώς δεν είχα ούτε μια που να ήταν λιγάκι αποκαλυπτική.
Το επόμενο πρωί, λίγο πριν ξυπνήσει ο μικρός, πετάχτηκα ως το περίπτερο κι αγόρασα ένα φιλμ. Όταν ξύπνησε ο μικρός, του τραβούσα φωτογραφίες φορώντας μόνο το νυχτικό μου. «Έλα να βγάλεις κι εσύ μία τη μανούλα, αγόρι μου. Να εδώ, κοντά στο τηλέφωνο. Θέλεις να πάρουμε το μπαμπάκα τηλέφωνο;» του είπα.
Ήταν αρκετό για να τον ξετρελάνω. Μ έβγαλε μια φωτογραφία με το ακουστικό στο χέρι. Εντελώς αθώα! Έτσι κι αλλιώς όλο το υπόλοιπο φιλμ είχε το μωρό.
Πήγα στο φωτογράφο της γειτονιάς, για να μην τραβήξω την προσοχή του άντρα μου, αν καταλάβαινε πως πήγα αλλού. «Να, κάτι φωτογραφίες του μωρού έχω αλλά τις θέλω και σε CD για να μας μείνουν, μπορείτε;» έκανα όλο νάζι στο νεαρό φωτογράφο. «Μα τι λέτε, μια γειτονιά είμαστε! Σ εσάς;» μου απάντησε όλο ευγένεια. Κανείς δε θα καταλάβαινε τίποτα. Κι αν κανείς έλεγε μετά στον άντρα μου πως είδε τη γυναίκα του ημίγυμνη σε τέτοια σελίδα στο Ίντερνετ, θα ελεγα πως μου την «βούτηξε» ο φωτογράφος!
Όταν πήγα να πάρω τις φωτογραφίες, ο νεαρός μου έπιασε το χέρι και μου είπε όλο νόημα: «Κάνουμε και άλμπουμ με πιο τολμηρές φωτογραφίσεις Ξέρετε, από αυτές που «ζωντανεύουν» τα ζευγάρια» «Θα το εχω υπ όψιν μου. Θα σας προτιμήσω, αν χρειαστεί!» απάντησα δίνοντας όλη την πουτανιά μου. Το ειχα παραξηλώσει πια. Ετοίμαζα το κέρατο για τον άντρα μου και είχα αρχίσει να δέχομαι τις πρώτες μου προσφορές!
Μόλις έφτασα σπίτι έγραψα ένα σύντομο γράμμα κι έστειλα την φωτογραφία στη σελίδα. Είχα τρομερή αγωνία. Ερχόταν κι ο Χρήστος εκείνη τη μέρα κι έπρεπε να προσέχω, μην προδοθώ. Έβαλα ένα κόκκινο κρασί κι έκατσα να τον περιμένω.
Ευτυχώς δεν είχε αλλάξει καθόλου. Οι ίδιες κλασσικές κολόνιες, τα ίδια κλασσικά αρκουδάκια και αυτοκινητάκια για τον Δημήτρη, το ίδιο κλασσικό πήδημα. Το μυαλό μου έτρεχε στις ιστορίες που είχα διαβάσει στη σελίδα του Πέππα. Τον είχε πάρει ο ύπνος πάνω μου, γυμνό. Τον γύρισα στο πλάι χωρίς να τον ξυπνήσω. Έπεσα στα πόδια του. Το μικρό του πουλί «κοιμόταν» ανάμεσα στα πόδια του. Το πήρα προσεχτικά στο στόμα μου, με μια δόση αηδίας, καθώς είχε πάνω του τα χύσια του. Μετά από πέντε χρόνια μαζί του ήταν η πρώτη μου φορά που του έπαιρνα πίπα. Είχε αρχίσει να σκληραίνει όταν κατάλαβα πως επιτέλους τον ξύπνησα. Το έπαιρνα όλο μέσα στο στόμα μου με μεγάλη ευκολία, ενώ αυτός μου κουνούσε το κεφάλι πάνω κάτω σα να μου γαμούσε το στόμα. Είχε ξαφνιαστεί απó το απροσδόκητο «δώρο» μου. Είχε σκληρύνει επιτέλους και βογκούσε σα να γεννούσε! «Μην τυχόν και σκεφτείς να τελειώσεις!!!» είπα επιτακτικά και κάθισα πάνω στο καυλί του. Πέρασε τα χέρια του στα κωλομέρια μου και τα έσφιγγε σαν τρελός. Είχε καυλώσει φοβερά. Κουνιόμουν σαν πουτάνα και έχωνα τα δάχτυλα μου στο στόμα του. Επιτέλους, σκέφτηκα, τώρα θα σε πηδήξω όπως θέλω εγώ! Το ήθελα η πουτάνα. Δεν άντεξε ούτε πέντε λεπτά. Όμως εγώ δε σταματούσα. Μέχρι που του επεσε εντελώς. Ξανακατέβηκα στα πόδια του φέρνοντας τον κώλο μου στα μούτρα του. Του εγλειφα τ’ αρχίδια και το πουλί, αλλά αυτός τίποτα. Ούτε του σηκωνόταν, αλλά ούτε έπαιρνε και καμιά πρωτοβουλία να μέ αγγίξει. Είχε σκληρύνει ελαφρά, όχι όμως αρκετά για να τον ξαναπάρω μέσα μου. Εγώ εκεί όμως. Συνέχιζα απτόητη. Τον ήθελα μέσα μου και περίμενα αγωνιωδώς να αισθανθώ τη γλώσσα του στο μουνάκι μου. Καθόταν και κοιτούσε σα χάνος. Αντιθέτως, αισθάνθηκα τα πηχτά του χύσια πάνω στη γλώσσα μου. Αυτό ήταν. Είχε καταφέρει ο πούστης να χύσει με την πούτσα μισοπεσμένη! Μεγάλε έχασες, σκέφτηκα απογοητευμένη. Δεν το γλιτώνεις το κέρατο!
Είχαν περάσει αρκετές μέρες, με το Χρήστο να εχει αυτά τα πεντάλεπτα ξεσπάσματα κι είχα ξεχάσει τη φωτογραφία. Μόλις όμως έκλεισα την πόρτα πίσω του, σχεδόν έτρεξα στον υπολογιστή και άνοιξα το electronic mail μου. Κατέβαζε πάνω από μισή ώρα και νόμισα πως είχε χαλάσει. Όταν τελείωσε, έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Μου ειχαν στείλει τόσα πολλά mail που δεν το πίστευα. Αρχισα να σβήνω όσα δεν είχαν φωτογραφία και όσα μ έβριζαν απροκάλυπτα, όταν έφτασα σ’ ένα εντελώς πρόστυχο. Έδειχνε ένα γυναικείο κώλο, με μια τεράστια πούτσα μισοβαλμένη μέσα του και δυο τεράστια αρχίδια να κρέμονται σα βυζιά από κάτω. Δεν μπορεί να ειναι αληθινό αυτό, σκέφτηκα. Διάβασα το μήνυμα. Ήταν πολύ μικρό: «Αυτό παθαίνουν όσες τολμήσουν να απαντήσουν». Κι από κάτω: «Ανδρέας-Σούλα». Έμεινα εκστασιασμένη να κοιτώ την τεράστια πούτσα και τον πρόθυμο κώλο.
Μου ειχε πάρει παραπάνω από τέταρτο να συνέλθω. Απάντησα στο γράμμα ζητώντας να μου πουν περισσότερα για αυτούς, έκλεισα τον υπολογιστή και χώθηκα στο μπάνιο παρέα με το δονητή. Αυνανιζόμουν καθώς σκεφτόμουν την απειροελάχιστη πιθανότητα να βρεθεί αυτή η πούτσα στο δικό μου κώλο. Στον ΠΑΡΘΕΝΟ δικό μου κώλο, για μεγαλύτερη ακρίβεια.
Τις μέρες που πέρασαν η μοναδική μου έγνοια ήταν ο Ανδρέας και η Σούλα. Μα πως μπορούν; Τι θέλουν από μένα; Δε μπορεί να ηταν αληθινό αυτό. Ανταλλάξαμε κι άλλα mail και μου εστειλαν κι άλλες φωτογραφίες. Έμαθα τα πάντα για αυτούς. Αυτή ήταν 22 χρονών και δούλευε σαν γραμματέας του. Αυτός ήταν 31 χρονών και ήταν έμπορος περσικών χαλιών. Είχε κληρονομήσει τον πατέρα του που του άφησε μια τεράστια περιουσία και τη μικρή Σούλα για γραμματέα. Εδώ και δυο χρόνια είναι παντρεμένοι και αυτή ήταν η πρώτη τους προσπάθεια να γνωρίσουν κάποια από το Ίντερνετ. Επέμεναν να τους στείλω κι εγώ πιο αποκαλυπτικές φωτογραφίες, αλλά τους εξήγησα την κατάσταση. Αρχίσαμε να κάνουμε chat με τις ώρες. Ήταν κι οι δυο τους πολύ προσεχτικοί σ αυτά που έλεγαν. Δεν το περίμενα να μου συμβεί αυτό, αλλά η Σούλα κατάφερνε να με καυλώνει πιο πολύ απο τον Ανδρέα. Όχι ότι ξεχνούσα ποτέ την τεράστια του πούτσα, που φρόντιζε να μου θυμίζει κάθε τόσο με φωτογραφίες της. Μια μέρα μου έστειλαν δέκα φωτογραφίες που τράβηξαν με αυτόματη μηχανή ενώ έκαναν έρωτα και μου έγραψαν πως έπρεπε επειγόντως να τους στείλω δικές μου αν ήθελα να συνεχίσουν.
Ήμουν σε αδιέξοδο. Τι να έκανα, να σταματούσα εκεί; Δεν ήξερα αν μπορούσα πια. Είχα εθιστεί. Ποιος θα τραβούσε γυμνές φωτογραφίες μου; Δεν μπορούσα να βάλω το γιο μου να τραβάει τέτοιες φωτογραφίες, αλλά ούτε μπορούσα να αναφέρω κάτι τέτοιο στον άντρα μου. Τελικά σκέφτηκα το φωτογράφο κι αυτά που μου ειχε πει. Ίσως να ηταν η καλύτερη λύση. Δε σκέφτηκα τίποτε καλύτερο. Στη χειρότερη περίπτωση θα ελεγα στο Χρήστο πως ήταν έκπληξη για τα γενέθλια του, που κόντευαν και πως ήταν ένας τρόπος, αυτές οι γυμνές φωτογραφίες, να μ έχει «κοντά» του όταν λείπει για δουλειά Έκλεισα ραντεβού με τον Ηλία, το νεαρό φωτογράφο για το ίδιο απόγευμα, λέγοντας του πως ήθελα ένα αναμνηστικό άλμπουμ του μικρού.
Αφησα το Δημήτρη στη Ρένα με την πρόφαση πως πάω στο γυναικολόγο μου κι αφού έκανα ένα τουςκαι φτιάχτηκα τον περίμενα στο σαλόνι. Είχα φορέσει ότι πιο πρόστυχο εσώρουχο είχα στη γκαρνταρόμπα μου. Από πάνω έβαλα μια σηθρού μαύρη μπλούζα και ένα καυτό εφαρμοστό μίνι. Ετοίμασα και κάποια εσώρουχα ακόμη για μεγαλύτερη ποικιλία και τ’ άφησα πάνω στον καναπέ. Αισθανόμουν σαν πρωτάρα μοντέλα στο πρώτο της δοκιμαστικό. Όταν χτύπησε η πόρτα το ειχα ήδη μετανιώσει. Σκεφτόμουν τι δικαιολογία να βρω για να τον διώξω, χωρίς να πάρει είδηση τους σκοπούς μου. Σιγά μη ξεβρακωνόμουν μπροστά σ’ έναν άγνωστο, για να βγάλω γυμνές φωτογραφίες, πουθα έστελνα σ ένα άγνωστο ζευγάρι! Ανοιξα την πόρτα με ένα ψεύτικο χαμόγελο, αλλά ο Ηλίας σχεδόν μ αγνόησε, βαρυφορτωμένος όπως ήταν με κάτι τρίποδες και ομπρέλες και πέρασε κατευθείαν μέσα στο σαλόνι πετώντας ένα ξερό «γεια σας». Τον ακολούθησα στο σαλόνι χωρίς να προλάβω να αντιδράσω καθόλου. «Ένα νεράκι αν είναι δυνατόν. Δε δούλευε το καταραμένο το ασανσέρ κι ανέβηκα μετις σκάλες» είπε όσο άφηνε τα εργαλεία του Κατευθύνθηκα ασυναίσθητα στηνκουζίνα να του βάλω νερό. Χριστέ μου τι θα ομίσει ο άνθρωπος, σκεφτόμουν.
Όταν επέστρεψα τον βρήκα να κάθεται στον καναπέ, παραγκωνίζοντας τα εσώρουχα που ‘χα αφήσει εκεί. «Τελικά, την πήρατε την απόφαση, για το άλμπουμ που λέγαμε» είπε κρατώντας ένα μαύρο τάνγκα μου στα χέρια του. Πλέον είναι αργά να κάνω πίσω, σκέφτηκα. Όσο ήταν να ρεζιλευτώ, ρεζιλεύτηκα. Τώρα, ας το απολαύσω. «Ναι, αλλά, δεν το εχω ξανακάνει ξέρετε και ντρέπομαι κάπως.
Είναι για τα γενέθλια του άντρα μου, δώρο, αν με καταλαβαίνετε» είπα μαζεμένη. «Ααα Δεν χρειάζεται άλλο ο πληθυντικός, δε νομίζετε; Βάλε, λοιπόν Κατερίνα κάτι να πιούμε, έτσι να ζεσταθεί η ατμόσφαιρα και όταν είσαι έτοιμη αρχίζουμε»
Μιλούσαμε περίπου είκοσι λεπτά κι είχαμε αδειάσει όλο το μπουκάλι με το κρασί. Είχαμε φουντώσει απ το αλκοόλ και την κουβέντα που όλο γυρνούσε γύρω από το σεξ. Σηκώθηκε και πήρε τη μηχανή κι άρχισε να τραβά, ενώ εγώ έπαιρνα πόζες γελώντας, στην αρχή σεμνές, άλλα σιγά σιγά πιο ερωτικές. Έφτιαχνε τις ατέλειες στα μαλλιά μου με επαγγελματική προσοχή και με κατεύθυνε στις πόζες που έπρεπε να πάρω. Ανοίξαμε κι άλλο κρασί και συνεχίσαμε. Σε μια στιγμή ήρθε και πέρασε τα χέρια του κάτω από το μπλουζάκι μου, ξεκουμπώνοντας με μια κίνηση το σουτιέν μου. Ήταν τόσο κοντά μου που ένιωθα το ερεθισμένο του όργανο να με ακουμπά στην κοιλιά, πάνω απ το τζην του. «Ξέρεις αυτά τα μπλουζάκια δεν τα φοράνε με στηθόδεσμο. Είναι για να δείχνουν, όχι για νακρύβουν» είπε κοιτάζοντας με κατάματα. Με είχε πιάσει ταχυπαλμία καθώς μου έβγαζε αργά το σουτιέν και αποκάλυπτε τις ερεθισμένες μου ρόγες. Τις χάιδεψεαπαλά πάνω από το μπλουζάκι κι έκανε δυο τρία βήματα προς τα πίσω.. «Έτσι»είπε μόνο και τράβηξε μια φωτογραφία ακόμη.Είχα καυλώσει φοβερά και το ήξερε, αλλά συνέχιζε τη δουλειά του σαν καλός επαγγελματίας. Πέρασα τα χέρια μου κάτω απο το διάφανο μπλουζάκι και άρχισα να τρίβομαι μπροστά του. Τον είχα τρελάνει. Κάθε τόσο έπινε μια γουλιά κρασί, προσπαθώντας να κρύψει τους κομπασμούς του, ενώ εγώ σαν σε παραλήρημα συνέχιζα ακάθεκτη. Με μια κίνηση έβγαλα τη φούστα μου κι έμεινα με το κυλοτάκι. Ευτυχώς ήταν μαύρο και δεν φαινόταν πόσο υγρή ήμουν παρά μόνο λίγες τριχούλες που ξεπρόβαλλαν απο τις άκρες. «Δεν το ξυρίζεις, έτσι δεν είναι;» ρώτησε και πλησίασε προς το μέρος μου. «Όχι, θα με σκοτώσει ο άντρας μου αν το ξυρίσω» είπα κατεβάζοντας βασανιστικά το κυλοτάκι μου.
«Αυτός χάνει!» είπε τραβώντας ασταμάτητα φωτογραφίες. Ήμουν εντελώς γυμνή πια.
Μπροστά σ ένα ξένο άνθρωπο, φοβερά καυλωμένη και κουδούνι απο το κρασί. Αν μ άγγιζε έστω και λίγο θα του ορμούσα, χωρίς αμφιβολία!Έγειρα πάνω στον καναπέ αποκαμωμένη, κρύβοντας μόνο το μουνάκι μου με το ενα χέρι. «Ααα, δε θέλω ντροπές τώρα!» είπε χαμογελαστά και μου άνοιξε με μεγάλη προσοχή τα πόδια. Δεν αντιστάθηκα καθόλου. Μπορώ να πω πως μου άρεσε έτσι που με άγγιζε. Με άφησε με ορθάνοιχτα τα πόδια, ολόγυμνη, απέναντι του και συνέχισε να τραβά φωτογραφίες. Πέρασα τα χέρια μου πάνω απο τις ρόγες μου κι ύστερα έβαλα τα δάχτυλα μου στο στόμα, σα μικρή παιδούλα. Αμέσως μετά σήκωσα τα πόδια μου ψηλά και άρχισα να τρίβω ξεδιάντροπα την κλειτορίδα μου. Είχα χάσει κάθε έλεγχο του κορμιού μου. Τα χύσια μου έτρεχαν πια προς το κωλαράκι μου έτσι που ειχα σηκώσει τα πόδια στον αέρα, ενώ εγώ βογκούσα από ηδονή μπροστά στον ξένο άνθρωπο. Έχυσα φωνάζοντας τόσο δυνατά που έπεσε πάνω μου για να μου κλείσει το στόμα, μη μας ακούσει όλη η γειτονιά. «Ελπίζω να εχεις κάτι καλύτερο για να μου μπουκώσεις το στόμα απο τα χέρια σου» είπα σαν μια του δρόμου. Το αλκοόλ με είχε απελευθερώσει από κάθε αναστολή. Αυτόν τον άντρα τον ήθελα σα σκύλα.
Σηκώθηκε και ξεκούμπωσε το παντελόνι του αποκαλύπτοντας μια καυλωμένη πούτσα δυο φορές το μήκος αυτής του άντρα μου και χοντρή όσο τον καρπό μου. Ήρθε απειλητικά από πάνω μου και την έφερε πάνω στα χείλη μου. «Αυτό είναι πούτσα!» μου ξέφυγε καθώς την έβαζα όσο μπορούσα πιο βαθιά στο στόμα μου. «Ξέρεις, Μη» είπε κι έχυσε αμέσως. Γκαντεμιά που με δέρνει, σκέφτηκα και τραβήχτηκα αφήνοντας τον να χύσει πάνω στα βυζιά μου. Ούτε που πρόλαβα να τη βάλω στο στόμα κι έχυσε. Τι πάθανε όλοι και χύνουν έτσι; Τι πρέπει να κάνω για να βρω κάποιον που να αντέχει λίγο παραπάνω; Αυτός πια ήταν ακόμη χειρότερος κι απ τον άντρα μου.. τσάμπα το κέρατο!
Σηκώθηκα απογοητευμένη κι έπιασα μερικές χαρτοπετσέτες, που βρήκα πρόχειρες, απο τα κεράσματα που ειχα βγάλει, για να σκουπιστώ απο τα χύσια του. Ένιωθα μια τρομερή αηδία με όλα αυτά τα χύσια πάνω μου. Είχα απορροφηθεί και δεν έδωσα σημασία στον Ηλία. Μ’ έσπρωξε πάνω στον τοίχο και με βία μου σήκωσε το ένα πόδι στον αέρα. Σαν ηλεκτροσόκ που διαπερνά το σώμα, αντέδρασα στον κρύο τοίχο, που ήρθε σε επαφή με τα «λεκιασμένα» ακόμη βυζιά μου. Μου σήκωσε τα χέρια πάνω απο το κεφάλι, σφίγγοντας τα με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο έχωσε την πούτσα του στο μουνάκι μου. Κόντευα να λιποθυμήσω. Συνηθισμένη καθώς ήμουν απο το Χρήστο, φαντάστηκα πως μόλις έχυσε θα του ειχε «πέσει» και εκτός από την έκπληξη της καυλωμένης του πούτσας μέσα στο μουνάκι μου, πονούσα από τη διαφορά του μεγέθους της καθώς με «εμβόλιζε» αναπάντεχα.
Δεν άντεχα άλλο έτσι. Με έπαιρνε στα όρθια σαν να ημουν πουτανάκι, αλλά μου άρεζε. Τούρλωνα επίτηδες τον κώλο μου για να χωθεί όσο πιο βαθιά μπορούσε.
Είχε αφήσει πια τα χέρια μου και χούφτωνε με μανία τα βυζάκια μου. Με γαμούσε αλύπητα και το ευχαριστιόμουν. Επιτέλους ένας άντρας που ξέρει να κάνει τη δουλεία του! Όταν χαλάρωσε κάπως την πίεση, κατάφερα και γύρισα ξαφνιάζοντας τον. Πέρασα τα πόδια μου στη μέση του και κρεμάστηκα πάνω του.
«Στο κρεβάτι!» είπα και άρχισα να τον φιλάω παθιασμένα στο στόμα. Χωρίς να χάσει ούτε μια στιγμή, με ανασήκωσε λίγο, κρατώντας με τα χέρια του τα κωλομέρια μου να μην πέσω και φέρνοντας την πούτσα του πάνω στα μουνόχειλα μου, καρφώθηκε μέσα μου. Έβγαλα μια κραυγή πόνου, απο την απρόσμενη κίνηση του και του δάγκωσα τα χείλη με μίσος. Με πήγαινε προς το υπνοδωμάτιο και σε κάθε του βήμα, η πούτσα του έβγαινε ελαφρά και ξανακαρφωνόταν στο μουνί μου σαν σουβλί, ενώ κόντευε να μου σχίσει με τα χέρια στα δυο τον κώλο. Με ακούμπησε πάνω στο κρεβάτι ανάσκελα και ανέβηκε ανάποδα από πάνω μου. Χώθηκε ανάμεσα στα πόδια μου φέρνοντας τη μουσκεμένη του πούτσα στα μούτρα μου. Αυτή τη φορά θα έκανα πάσο. Δεν έχω και τόσο καλές σχέσεις με τις πίπες μεγάλε, σκέφτηκα, αλλά με μίσος του την άρπαξα στο στόμα, μόλις πέρασε τη γλώσσα του πάνω απο τα υγρά μου μουνόχειλα, πιέζοντας παράλληλα με το πηγούνι του την κλειτορίδα μου. Την άφησα απο το στόμα μου μόνο για μια στιγμή, γιατί κόντευα να πνιγώ, καθώς ήθελα απεγνωσμένα να φωνάξω. «Χύνω, μη σταματάς! Γλύψτο όλο, μωρό μου!!!» φώναξα και ξανάρχισα το έργο μου παίρνοντας τ’ αρχίδια του στο στόμα μου. «Έλα, σε θέλω μέσα μου, Τώρα!»Ήταν αρκετό για να σηκωθεί και να με γυρίσει μπρούμυτα. Σήκωσε μόνο λίγο τη μέση μου, ανοίγοντας τα κωλομέρια μου εντελώς και χώθηκε ξανά μέσα μου, με μίσος. «Ώστε σου αρέσει από πίσω, ε; Έχεις κάποια άλλη στο μυαλό σου και δε θέλεις να με κοιτάζεις στο πρόσωπο ή θέλεις να με πάρεις απο τον κώλο;» είπα, μη μπορώντας να καταλάβω από πού μου βγαίνουν τέτοιες χυδαίες εκφράσεις «Ναι μωρή, απο τον κώλο θέλω να σε πάρω. Σε έχει πάρει ο άντρας σου απο τον κώλο ποτέ;» ξεσπάθωσε ο Ηλίας, ενώ συνέχισε να μου γαμάει το μουνί. «Έλα τότε, τι περιμένεις; Σχίσε με Πάρε την παρθενιά μου. Αφού δε θέλει ο άντρας μου να μου σχίσει τον κώλο, σχίσε με εσύ αν μπορείς.» τον προκαλούσα χωρίς να ξέρω τις επιπτώσεις…
Τραβήχτηκε απότομα και χωρίς να το σκεφτεί πολύ, τον κάρφωσε μέσα στον κώλο μου. Γκάριξα απο τον πόνο. Ούτε βαζελίνη, ούτε έστω μια προσπάθεια να με προετοιμάσει λίγο? Μ’ είχε σχίσει σα φύλλο στα δύο. Έπεσα σα νεκρή πάνω στο κρεβάτι, ενώ εκείνος προσπάθησε να βγει. Τον παρέσυρα όμως μαζί μου, έχοντας την πούτσα του στο στεγνό μου κωλαράκι. Με κρατούσε απο το κεφάλι με τα δυο του χέρια και με πίεζε προς τα κάτω. Την ίδια στιγμή ένιωσα τις συσπάσεις του μέσα μου. Έχυνε μέσα στο κωλαράκι μου. Πέρασε τα χέρια του πάνω στα κωλομέρια μου και πιέζοντας έβγαλε την πούτσα του από μέσα μου. Συνέχισε να χύνει παίζοντας την πάνω στο ξεπαρθενιασμένο μου κωλί και ένιωθα τα χύσια του να στάζουν πάνω στην παραβιασμένη μου κωλοτρυπίδα. Είχα μουδιάσει. Τόση ώρα δεν είχα πει τίποτα. Δεν μπορούσα και να πω. Η φοβερή καύλα που ίχα δεν έφευγε, απλά μείωνε το τσούξιμο στον κωλαράκο μου.
«Δεν ήθελα να σε πονέσω. Ήταν μια παρόρμηση της στιγμής. Ήταν η πρώτη μου φορά κι εμένα που έπαιρνα κώλο.» Γαμώτο σκέφτηκα, το δικό μου κώλο βρήκε να ξεπαρθενιάσει ο μαλάκας; Δεν απάντησα όμως. Δεν είχα το κουράγιο. Τον άκουγα που ντυνόταν και μετά που μάζευε τα πράγματα του, ώσπου αποκοιμήθηκα. Με ξύπνησε το επίμονο κουδούνι της πόρτας. Σηκώθηκα τρομερά κουρασμένη και εξαντλημένη απ? το ποτό και το γαμήσι και φόρεσα ότι βρήκα μπροστά μου. Ήταν η Ρένα με τον μικρό. «Δεν ησυχάζει. Χριστέ μου, είσαι χάλια! Τόσο πολύ πονάς;» είπε τρομάζοντας κι εμένα ακόμη. «Ε, ναι Να, ξέρεις τώρα. Έχω χαλάρωση και πονάει πολύ» απάντησα κρατώντας την πόρτα δυνατά μην πέσω.
«Αύριο να μου τον στείλεις πάλι, να ξεκουραστείς λιγάκι.Να προσέχεις. Τρως καλά;» συνέχισε. «Ευχαριστώ, δεν πειράζει, θα ερθει ο Χρήστος αύριο το πρωί,να εισαι καλά που μου τον κράτησες απόψε» απάντησα κι επιτέλους έφυγε.
Κόντευα να πέσω στο κατώφλι και να λιποθυμήσω! Μάζεψα όσες δυνάμεις μου ειχαν απομείνει κι έπεσα στο κρεβάτι αγκαλιά με το μωρό. Ξύπνησα το επόμενο πρωί απο τα φιλιά του Χρήστου. «Αν δεν σέβρισκα αγκαλιά με το μωρό, θα νόμιζα πως με κερατώνεις!» είπε γελώντας. Κοκκίνισα. Κοιτάχτηκα καλύτερα κι είδα πως δε φορούσα τίποτα παρά μόνο τη ρόμπα που ειχα βάλει για ν’ ανοίξω την πόρτα στη Ρένα. Ξεροκατάπια. «Μπαμπά, η μαμάκα είναι άρρωστη. Πήγε στο γιατρό χθες. Πονάει πιπί της.» πετάχτηκε ο μικρός.
Αγόρι μου γλυκό, τώρα έσωσες τη μανούλα, σκέφτηκα. Ο Χρήστος τρόμαξε. «Είσαι καλά; Τι έχεις; Τι έπαθες;» είπε αλαφιασμένος. «Δεν είναι τίποτα, απλά έχω μια μικρή χαλάρωση μήτρας και πρέπει να ξεκουραστώ λίγες μέρες» έκανα παίρνοντας το πιο αθώο ύφος που διέθετα. Τα ειχα καταφέρει! Με πίστεψε, δεν κατάλαβε Χριστό και ένιωθε κι ένοχος που δεν ήταν κοντά μου όταν τον χρειαζόμουν. Αχ, να μπορούσε και να με πηδήξει κι αυτός όπως ο Ηλίας.
Οι μέρες πέρασαν γρήγορα με μένα κατάκοιτη στο κρεβάτι και το Χρήστο να φροντίζει το μικρό και το σπίτι. Περνούσα δεύτερο μήνα του μέλιτος, μόνο που αυτή τη φορά αντί να πηδιόμαστε για πέντε δέκα λεπτά όπως τότε κι εγώ να μένω ανικανοποίητη, στα κρύα του λουτρού, τον «εκβίασα» να μου γλύφει το μουνάκι μέχρι να τελειώνω κι εγώ. Αρχισα να αυνανίζομαι όσο κάναμε έρωτα δείχνοντας του, πως πρέπει κι εγώ να ικανοποιούμαι από αυτόν και προσαρμόστηκε καλά στις νέες μου απαιτήσεις, αν και παραξενεύτηκε στην αρχή. Ευτυχώς είχα για άλλοθι ότι τα είδα στις τσόντες της καλωδιακής. Όταν πια σηκώθηκα από το κρεβάτι, αποφάσισε πως μπορούσε να επιστρέψει στη δουλειά. Την επομένη έφυγε για Γαλλία και θα γυρνούσε σε δέκα μέρες. Ήταν καλά τα λεφτά κι ήθελε να μου πάρει και ρούχα από κει. Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω του μ? έπιασε η αγωνία. Από τη μια, αν ο Ανδρέας και η Σούλα απογοητεύθηκαν και σταμάτησαν να ενδιαφέρονται κι απο την άλλη ο Ηλίας, που δεν είχε δώσει σημάδια ζωής ,ευτυχώς, μου δημιουργούσαν μια αίσθηση ενοχής και αγωνίας. Ανοιξα τον υπολογιστή, που δεν είχα αγγίξει όσες μέρες ήταν ο Χρήστος σπίτι και διάβασα τα mail μου. Ευτυχώς ακόμα μ έψαχναν. Μου ειχαν στείλει και καινούριες φωτογραφίες τους και τον αριθμό του κινητού τους. Τα μάτια μου άστραψαν. Διάφορες ιδέες πέρασαν απο το μυαλό μου και σίγουρα έπρεπε να ξεκινήσω αμέσως να τις πραγματοποιώ? Έντυσα τον μικρό και τον πήρα μαζί μου. Πήγαμε κατευθείαν στον Παιδικό Σταθμό. Αυτό ήταν! Απο την επομένη θα μπορούσα να τον πηγαίνω κάθε πρωί και χωρίς να επιβαρύνομαι και πάρα πολύ οικονομικά. Το θέμα είναι στο Χρήστο τι λέω. Η επόμενη στάση ήταν στο μαγαζί της Ρένας «Ρένα μου θέλω κινητό, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα!»? Πάει κι αυτό! Πάμε για εσώρουχα. Τα πήρα όλα. Ζαρτιέρες, τάνγκα, σηθρού βρακάκια, διάφανα νυχτικά? Έκανα μια τολμηρή ανανέωση στη γκαρνταρόμπα μου. Εξάλλου τη χρειαζόμουν! Και τώρα, ας κάνουμε μια επίσκεψη στο φωτογράφο. Εξυπηρετούσε μια πελάτισσα όταν μπήκαμε με το Δημήτρη. Χαμογέλασε και μου εκανε νόημα να καθίσω. Γύρισε μετά προς το μέρος μου και χαμογελώντας στον μικρό μου λέει: «Τι μπορώ να κάνω για το μικρό μας φίλο;» «Για τον μικρό τίποτα προς το παρόν, αν έχετε κάτι για τη μαμά του» έκανα με νάζι. «Ναι, πως. Θα μπορούσατε να περάσετε κατά τις τρεις που κλείνουμε?» «Θα περάσω αύριο που θα ειναι κι ο μικρός στον παιδικό. Ας πούμε το μεσημεράκι» τον διέκοψα. «Αν και το βιάζομαι αρκετά ξέρετε» συμπλήρωσα. «Έχω μια ιδέα» είπε και φώναξε απ το εμφανιστήριο τον Νικολάκη, ένα μικρό που τον βοηθούσε. «Νίκο, αγόρι μου, πάρε σε παρακαλώ τον μικρό και πηγαίνετε στο αναψυκτήριο πιο κάτω. Πάρτε από ένα γλυκό να φάτε κι ότι άλλο θέλετε, έχουμε μια μικρή δουλειά με την κυρία» είπε και του εδωσε ένα δεκαχίλιαρο. «Ελάτε σε καμιά ώρα, θα έχουμε βρει τις φωτογραφίες που θέλει η κυρία»Μόλις έφυγαν, κλείδωσε την πόρτα και γύρισε την ταμπέλα. Μου χαμογέλασε πρόστυχα και με συνόδευσε στο πίσω δωμάτιο. Δεν προλάβαμε να μπούμε μέσα και πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. «Μου έλειψες μωρό μου» του είπα. «Είδα το φορτηγό του άντρα σου και δε σε ενόχλησα. Ήθελα να μάθω νέα σου, αν είσαι καλά?» απάντησε όσο με έγδυνε βίαια. Με άφησε μόνο με τις γόβες και τις ζαρτιέρες που ειχα αγοράσει ειδικά για αυτόν. Προσπάθησε να με κατευθύνει την πούτσα του, αλλά ήμουν αρνητική. «Δε θα χάσω την ώρα μου, παίρνοντας σου πίπα μωρό μου» είπα με νόημα και τον ξάπλωσα ανάσκελα στο πάτωμα. Ανέβηκα από πάνω του κι έκατσα πάνω στην καυλωμένη πούτσα του. Χτυπιόμουν σαν δαιμονισμένη πάνω κάτω για κάνα δεκάλεπτο και βγήκα μόνο όταν μου έκανε νόημα πως θα τελειώσει. Έχυσε πάνω στα χέρια του και την κοιλιά του, πασαλείβοντας τα χύσια του παντού. Τον άφησα να την παίζει μόνος του και κάθισα πάνω στο κεφάλι του. «Γλείφε το μουνάκι μου τώρα! Να μάθεις άλλη φορά να ξεπαρθενιάζεις παντρεμένες κυρίες απο τον κώλο!» τον διέταξα. Απολάμβανα την ελευθερία των κινήσεων που μου εδινε η παράνομη αυτή συνεύρεση διπλασιάζοντας ταυτόχρονα το κέρατο που φορούσα στον άντρα μουΜου έγλειφε το κωλαράκι βάζοντας τη γλώσσα του όσο πια βαθιά μπορούσε κι εγώ πότε τον έπαιρνα στο στόμα και πότε του την έπαιζα με αδιαφορία, σαν να όταν παιχνίδι. «Θέλω να σε πάρω ξανά» κατάφερε να πει. «Έτσι που εχεις λερωθεί, δε νομίζω!» είπα γελώντας ειρωνικά. «Μωρή σκρόφα θα σε σκίσω. Τώρα θα δεις πουτανάκι» είπε αγριεμένος και μ έριξε απότομα από πάνω του στο πάτωμα. Με γύρισε βίαια μπρούμυτα και μου άνοιξε τα πόδια. Έκανα πως δεν ήθελα κι αυτότον άναψε πιο πολύ. Χώθηκε όλος μέσα μου και παλλόταν με ξέφρενο ρυθμό. Πέρασε τα χέρια του κάτω απο το σώμα μου κι έφτασε τα βυζιά μου. Τα χούφτωσε γερά και κρατιόταν απο αυτά όσο πηγαινοερχόταν μέσα μου. Τα τράβηξα κοντά μου και έβαλα τα δάχτυλα του στο στόμα μου. Κόντευε να τελειώσει Καιρός ήταν, εγώ τελείωνα για τρίτη φορά, όταν βγήκε από μέσα μου και με γύρισε τραβώντας με απο τα μαλλιά. Έχυσε στο πρόσωπο μου, χτυπώντας με, με την πούτσα του. Μόλις τελείωσε μου άνοιξε με δύναμη τα σαγόνια και μου την έχωσε στο στόμα. Αηδίασα με τη μυρωδιά απο τα χύσια του. Έκανα να τραβηχτώ, αλλά επέμενε. «Ρούφα την μωρή, θα δεις, θα σ αρέσει Ξέρω τι πουτάνα είσαι εσύ. Κάνεις πως δε θέλεις, αλλά μόλις φύγει ο άντρας σου έρχεσαι να τσιμπουκωθείς» είπε κι έσπρωχνε το κεφάλι μου πάνω στο μισοπεσμένο του όργανο. Είχαμε ξεφύγει πολύ. Αλλο να κερατώνεις τον άντρα σου κι άλλο να σου συμπεριφέρονται σαν πόρνη της μιας ώρας. Νευρίασα και σηκώθηκα απότομα κλαίγοντας.Έκλαιγα ακόμα όταν μπήκε στο μαγαζί ο γιος μου με το παλικάρι. Προσπαθούσα να συγκρατήσω τα δάκρυα μου, μη με καταλάβουν. Έκανα να φύγω, όταν μ έπιασε απ το χέρι και μου εριξε τις φωτογραφίες που μου είχε τραβήξει στην τσάντα. «Είναι όλες μέσα Και τ’ αρνητικά και όλα. Τα εγραψα και σε CD συγνώμη παραφέρθηκα». «Νομίζω πως πληρώθηκες διπλά για αυτή τη φωτογράφηση. Ελπίζω να το καταλάβεις και να μετανιώσεις γι αυτό που έκανες» είπα φεύγοντας,κλείνοντας την πόρτα με δύναμη πίσω μου. Έφυγα βιαστικά με το μωρό στην αγκαλιά, κλαίγοντας και μην μπορώντας να καταλάβω τι έκανα λάθος και μου συμπεριφέρθηκε έτσι. Μόνη μου παρηγοριά τα ξεγυρισμένα γαμήσια που μου εριξε. Τελικά, μεγάλη η θυσία, αλλά ίσως και να άξιζε τον κόπο.Το βράδυ δεν άντεχα άλλο απο το κλάμα. Ήθελα να μιλήσω με κάποιον, να του πω τι περνούσα. Σήκωσα το τηλέφωνο και σχημάτισα τον αριθμό του κινητού του Ανδρέα και της Σούλας. Βρήκα μόνο τη Σούλα σπίτι. Ο Ανδρέας είχε βγει για κάποια δουλειά. Στην αρχή δε με κατάλαβε. Μετά δεν το πίστευε. Κατάλαβε πως ήμουν χάλια και με άφησε να μιλάω χωρίς να με διακόπτει. Της τα ειπα όλα. Τα προβλήματα που έχουμε με το Χρήστο στο κρεβάτι, που είμαι κλεισμένη όλη μέρα σπίτι με το παιδί, που δεν έχω κάτι να ασχοληθώ να ξεσκάσω. Και φυσικά την αιτία του κακού! Τον Ηλία και τις φωτογραφίες που έβγαλα για να τους στείλω. Μόλις άκουσε για την απιστία μου ξεθάρρεψε. Μου πρότεινε να πάω από εκεί να τα πούμε από κοντά. Της εξήγησα πως δεν μπορούσα γιατί είχα το παιδί. Εκεί με ξανάπιασαν τα κλάματα. Δεν μπορούσα να σταματήσω? «Πες μου διεύθυνση και κλείσε, έρχομαι.» Έδωσα τη διεύθυνση μου εντελώς μηχανικά, χωρίς δεύτερη σκέψη.Κούρνιασα δίπλα στο τζάκι, με χαμηλωμένα τα φώτα κοιτάζοντας απ? Το παράθυρο στο δρόμο τα λιγοστά αυτοκίνητα που περνούσαν. Είχε πάει τρεις πια. Αισθανόμουν τόσο μόνη και ανυπεράσπιστη. Είχε αρχίσει και να χιονίζει? Έκλαιγα σαν μικρό παιδί, χωρίς να εχω να βασιστώ σε κάποιον. Σηκώθηκα μισομεθυσμένη κι άνοιξα την πόρτα. Ήταν η Σούλα, την αναγνώρισα απ? τις φωτογραφίες που μου ?χανε στείλει, μόνο που από κοντά ήταν ακόμα πιο όμορφη. Έπεσα στην αγκαλιά της σαν να ειμαστε φίλες χρόνια. Με αγκάλιασε κι αυτή και προσπάθησε να με ηρεμήσει. «Έλα τώρα, μην κλαις. Δεν έκανες και έγκλημα» μου ?πε. Με οδήγησε στο σαλόνι και καθίσαμε δίπλα δίπλα συζητώντας τα προβλήματα μου και πίνοντας μέχρι που κοιμήθηκα στην αγκαλιά της.Ξύπνησα απο τον Δημήτρη, που με τραβούσε απο το μανίκι να σηκωθώ. «Σήκω μαμά, σήκω να με πας στα παιδάκια». Σηκώθηκα απο τον καναπέ προσεκτικά μην ξυπνήσω τη Σούλα. Του ετοίμασα το γάλα του και τον έντυσα για να τον πάω στον παιδικό. «Μαμάκα, ποια είναι η κυρία που κοιμάται στο σαλόνι μας;» ρώτησε καθώς τον κατέβαζα για να τον πάρει το σχολικό. «Μια καλή κυρία που ήρθε να με βοηθήσει γιατί πονούσα μωρό μου» απάντησα αδιάφορα για να μην του κινήσω υποψίες. Μια καλή κυρία.Όταν επέστρεψα στο σπίτι η Σούλα είχε σηκωθεί και προσπαθούσε να φτιαχτεί, καθώς κοιμήθηκε κι αυτή όπως κι εγώ με τα ρούχα. Γύρισε και μου χαμογέλασε ενώ εγώ την παρατηρούσα υπνωτισμένη. Θεέ μου ήταν πανέμορφη. Δεν είχα παρατηρήσει πόσο όμορφη ήταν πιο πριν, καθώς είχα απορροφηθεί από τα προβλήματα μου. Οι φωτογραφίες που μου ?χανε στείλει την αδικούσαν. «Πες μου?» είπε γελώντας. «Τι ζητά ο άντρας σου που δεν μπορεί να το βρει σε σένα και θέλει κάποια σαν εμένα;» μπόρεσα να ρωτήσω. «Χρυσή μου, δεν είναι ο άντρας μου που ζητά κάτι αλλά εγώ!» απάντησε δημιουργώντας μου ακόμα πιο πολλές απορίες από όσες είχα πριν ρωτήσω. «Πρέπει να του τηλεφωνήσω, του άφησα σημείωμα πως θα μια μαζί σου και πρέπει να τον έχει φάει η αγωνία» είπε και κατευθύνθηκε προς την τσάντα της. Στο τηλέφωνο μιλούσε ναζιάρικα, δείχνοντας γυναίκα ερωτευμένη. Τι πρόβλημα είχε άραγε που την έκανε να θέλει μια ξένη γυναίκα κοντά της, απο τον άντρα της τον οποίο απ όσο ήξερα παντρεύτηκε από έρωτα, όπως κι εγώ;«Μπορώ να κάνω ένα ντους; Αν δεν σου γίνομαι βάρος, βέβαια» είπε μόλις έκλεισε το τηλέφωνο. «Ναι, βέβαια, καθόλου βάρος» απάντησα τάχα πρόθυμα. Πήγα στο υπνοδωμάτιο και έβγαλα δυο καθαρές πετσέτες. «Ξέρεις, αν θέλεις να αλλάξεις, έχω αφόρετα εσώρουχα, τα αγόρασα χθες» είπα καθώς έβγαζα απο το συρτάρι τα προκλητικά ψώνια της χθεσινής μέρας. «Μμμ, έχεις καλό γούστο!» είπε και ξεκίνησε να ξεντύνεται μπροστά μου. Φορούσε μια άσπρη πουκαμίσα που ειχε δέσει κόμπο λίγο πάνω απ?οτον αφαλό της κι ένα στενό μπλου τζην. Βγάζοντας την πουκαμίσα άφησε δυο μεγάλα στήθη που ως τώρα κρύβονταν κάτω απ? αυτήν, γυμνά εμπρός μου. Μου φάνηκε σαν κάτι γνώριμο, μιας και την είχα ξαναδεί γυμνή, αλλά όχι από κοντά. «Σου αρέσουν;» ρώτησε καταλαβαίνοντας την έκπληξη μου. «Θα έπρεπε;» απάντησα στην ερώτηση της με καχυποψία. «Μην στέκεσαι έτσι. Δε δαγκώνω. Και δεν είμαι καμιά λεσβία, αν σου πέρασε απο το μυαλό. Είμαι τρελά ερωτευμένη με τον Ανδρέα, αλλά νιώθω πως μας λείπει κάτι» συμπλήρωσε ενώ έβγαζε και το στενό της τζην. «Και σε ποιον δε λείπει κάτι» αναρωτήθηκα φωναχτά. «Έλα, έλα κοντά μου» είπε ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια της. Τα ξανθά της μαλλιά πέφτανε πάνω στους γυμνούς της ώμους καλύπτοντας ελάχιστα το ωραίο της στήθος. Φορούσε μονάχα ένα μικροσκοπικό κυλοτάκι που άφηνε λίγη απο την κατάξανθη κώμη της ήβης της να φαίνεται προκλητικά στα γουρλωμένα μου μάτια. Πρώτη φορά ένιωθα τόσο κοντά σε μια γυναίκα, πρώτη φορά έβλεπα τόσο ερωτικά μιαν άλλη. Προχώρησα αργά κι έπεσα στη γυμνή της αγκαλιά. Ξέσπασα σε λυγμούς. Μου χάιδευε τα μαλλιά και με φιλούσε στο λαιμό. Είχε περάσει το ένα της χέρι κάτω απο τη μάλλινη μπλούζα μου και μου χάιδευε την πλάτη, τόσο απαλά, που ανατρίχιασα. Έκλαιγα πάνω στο γυμνό της στήθος, που ηταν τόσο σκληρό, όσο ποτέ δεν ήταν το δικό μου.«Έχω κι εγώ την ανάγκη από μια τόσο τρυφερή αγκαλιά, όπως η δική σου» είπε και ξέσπασε κι αυτή σε κλάματα. Σήκωσα τα μάτια μου και την κοίταξα στα μάτια. Αισθανόμουν τον πόνο της, αν και δεν ήξερα από πού προερχόταν. Πέρασα τα χέρια μου στην πλάτη της και τη χάιδευα. Έσκυψε και με φίλησε στο στόμα. Αφέθηκα στα τρυφερά φιλία της. Αγγιξα απαλά τα στήθη της. Οι ρόγες της σκλήρυναν απότομα και ρίγησε στο άγγιγμα μου. Συνεχίσαμε να φιλιόμαστε αρκετή ώρα τόσο τρυφερά κι ερωτικά, όσο ποτέ μου δεν είχα φιλήσει κανέναν άλλο άνθρωπο στον κόσμο. Η ενοχή που με κυρίευε απο το κάθε της άγγιγμα, έσβηνε απο τα παθιασμένα της φιλιά. Με μια κίνηση μου έβγαλε τη μπλούζα και μ’ άφησε και μένα γυμνόστηθη. Αγκαλιαστήκαμε ξανά, σφιχτά, σαν να ειχαμε δεθεί για να μη μας χωρίσει κανείς Με τράβηξε στο μπάνιο και με έγδυσε εντελώς. Της έβγαλα με τη σειρά μου το μοναδικό ρούχο που φορούσε. Είμαστε γυμνές μέσα στο μπάνιο, θέλοντας να κατασπαράξει η μία την άλλη, αλλά κρατιόμασταν μετά βίας, μην χαλάσουμε τη μαγεία της στιγμής. Η μέση της ήταν λεπτή και ντελικάτη, τονίζοντας τις καμπύλες που σχημάτιζαν τα καλλίγραμμα μακριά της πόδια. Ανάμεσα στα δυο της πόδια, η ξανθή ήβη της, φωτιά που σιγόκαιγε, «καθόταν» πάνω απο τη μικροσκοπική της σχισμή, που ηταν σαν καρπός παραδεισένιος, απαγορευμένος Ήμουν σαν καταπατητής σε φραγμένο λιβάδι, αγγίζοντας την εκεί που δεν την είχε αγγίξει ποτέ γυναικείο χέρι, αποσβολωμένη στην τόση ομορφιά. Το ζεστό νερό έπεφτε πάνω της και εξοστρακιζόταν στα σκληρά στήθη της ανεβάζοντας τη θερμοκρασία του σώματος της στα ύψη, σαν πυρετός. Την ήθελα, ναι. Κι αυτή με αποζητούσε. Το ένιωθα όλο και περισσότερο σε κάθε της φιλί. Γινόταν πιο μεστό, πιο ώριμο. Την αμηχανία του πρώτου της φιλιού, την αντικατέστησε ο ερωτισμός και τα χέρια της είχαν γίνει προέκταση του μυαλού της. Με παραβίαζαν από παντού. Κουνιόμουν αργά πάνω στα δάχτυλα της που είχαν χαθεί στη δική μου σχισμή, σαν να ?κανα έρωτα με κάποιο ανδρικό μέλος, αναστενάζοντας βαθιά από ηδονή. Κρατιόμουν απ? τους ώμους της σαν να καβαλούσα άγριο άλογο. Δεν άντεχα άλλο, έπεσα στην αγκαλιά της ξανά και τελείωσα έχοντας τα δάχτυλα της μέσα μου. Όση ώρα «ταξίδευα» πάνω στα δάχτυλα της που είχαν χωθεί στη γλυκιά μου ήβη, είχα πάρει στο στόμα τα δάχτυλα του άλλου της χεριού σαν να ήταν ανδρικό όργανο που μπαινόβγαινε βιάζοντας με. Ήξερα καλά τι σήμαινε ικανοποίηση στον έρωτα και την είχα νιώσει στον ύστατο βαθμό από μια γυναίκα. Τώρα όμως έπρεπε να ανακτήσω τις δυνάμεις μου και να τη χαρίσω και σε κείνη. Κάθισα στα γόνατα, κι άνοιξα τα δυο της πόδια διάπλατα, ακουμπώντας τα στις δυο πλευρές της λεκάνης του μπάνιου. Είχα μια αγγελική θέα του «έρωτα» της. Με περίμενε υπομονετικά να το κατακτήσω? Να το κάνω δικό μου. Ανακατεμένο με σαπουνάδες στο καυτό νερό, αθώο και ένοχο μαζί, τραντάχτηκε στο άγγιγμα των χειλιών μου και της καυτής μου ανάσας. Ήταν απογυμνωμένο από περιττό τρίχωμα μ ένα μοναδικό τρίγωνο χρυσής κώμης να δείχνει το σημείο της λύτρωσης της. Τα χέρια της σαν κουπιά μάγκωσαν μέσα τους το κεφάλι μου που προσπαθούσε να την εμβολίσει σαν πολιορκητικός κριός. Οι βαθιές της ανάσες μου έδειχναν το δρόμο, στην προσπάθεια μου να της παραβιάσω το ακριβό της φυλαχτό. Λάτρεψα τους χυμούς της που κάλυπταν όλο μου το πρόσωπο, σαν παιδούλα που έτρωγε κρυφά ζουμερή φέτα καρπουζιού, πέφτοντας με τα μούτρα να ρουφήξει και την τελευταία της σταγόνα. Μην αντέχοντας άλλο την ηδονή που της πρόσφερα με τράβηξε πάνω στα ερεθισμένα της στήθια. Αφέθηκα μέσα στην τρυφερή της αγκαλιά, εκστασιασμένη από αυτή τη διάσταση του έρωτα, που μου χάρισε γενναιόδωρα, ερωτευμένη με μια γυναίκα θεϊκή και θνητή συνάμα. Μια γυναίκα που μου χάρισε την ολοκλήρωση και τη ζεστή αγκαλιά που μου έλειπε τόσο καιρό…
Δεν θέλαμε να βγούμε απ’ το μπάνιο, αλλά το νερό είχε παγώσει και είχαμε μουλιάσει. Είμαστε παραπάνω από δύο ώρες μέσα στη μπανιέρα αγκαλιά. “Έχω μια ιδέα…” είπε και σηκώθηκε, αφήνοντας κρύες σταγόνες νερού να πέφτουν απ’ το κορμί της πάνω μου. Πήρε τον αφρό του άντρα μου και ένα ξυραφάκι και έκατσε ξανά μέσα στη μπανιέρα γονατιστή. Άνοιξα τα πόδια μου παιχνιδιάρικα, καταλαβαίνοντας τις προθέσεις της. Μου άπλωσε τον αφρό στο μουνάκι χαϊδεύοντας το απαλά. “Αν δε με σκοτώσει ο άντρας μου, σου υπόσχομαι πως δεν πρόκειται να σ’ αφήσω ποτέ” είπα φέρνοντας το γεμάτο με αφρούς χέρι της στο στήθος μου σφίγγοντας το στα χέρια μου δυνατά. Γέλασε και άρχισε να με ξυρίζει προσεχτικά, τρίβοντας την κλειτορίδα μου με το άλλο της χέρι. Η καύλα μου ήταν απερίγραπτη. “Αν δεν σταματήσεις γρήγορα, θα χύσω ξανά…” είπα καθώς χτυπιόμουν σαν το ψάρι μέσα στη μπανιέρα. Πήρε λίγο νερό και με ξέπλυνε, αποκαλύπτοντας τη φαλακρή σχισμούλα μου. Πέρασα το χέρι μου πάνω της, ήταν τόσο απαλή. Μια καινούρια αίσθηση, φοβερά ερωτική. Αισθανόμουν εντελώς γυμνή. “Σειρά μου νομίζω τώρα…” είπα και την έσπρωξα πίσω με δύναμη. Γελούσε δυνατά και δεν μπορούσε να κρατηθεί. “Αν δεν ησυχάσεις και δεν κλείσεις το στόμα σου, θα στο κλείσω με το ζόρι!” είπα γεμίζοντας με αφρό το ξανθό της τρίχωμα, αλλά και τα βυζιά της. Πήρε τον αφρό απ’ τα στήθη της και τον άπλωσε πάνω τους ως την κοιλιά της. “Έλα λοιπόν, τι περιμένεις;” είπε και έγειρε για λίγο μπροστά παίρνοντας τη μια μου ρόγα στο στόμα της. “Μην αφήνεις την άλλη παραπονεμένη” είπα σφίγγοντας το κεφάλι της πάνω στα στηθάκια μου. Άφησε τη σκληρή μου ρόγα και πήρε την άλλη κοντά της δαγκώνοντας την ελαφρά. “Θα περιμένω πολύ ακόμα;” ρώτησε. Τραβήχτηκα κι άρχισα να ξυρίζω το χρυσό τριγωνάκι της. Το ξέπλυνα με νερό, όπως είχε κάνει κι εκείνη και το χάιδεψα με πάθος. Μια μικρή αμυχή φάνηκε κοντά στην πρησμένη κλειτορίδα της. Μια σταγόνα αίμα ίσα που φάνηκε. “Είδες τι έκανες; Με πλήγωσες!” είπε με προσποιητό θυμό. “Θα το φιλήσω να γίνει καλά” είπα στοργικά κι έσκυψα και το φίλησα.
Μου πίεσε το κεφάλι πάνω στο ξυρισμένο της μουνάκι. Πέρασα τη γλώσσα μου πάνω του. Ήταν τρομερή η αίσθηση. Έγλειφα και ρουφούσα τη ροδαλή της σχισμή που παλλόταν μανιασμένα στο στόμα μου. Βογκούσε από ηδονή και με τρέλαινε. Όταν έχυσε ανέβηκα από πάνω της όρθια και έκλεισα το κεφάλι της μέσα στα πόδια μου. Με ρουφούσε καυλωμένη πιάνοντας με σφιχτά απ’ τα κωλομάγουλα. Τελείωσα κρατώντας το κεφάλι της στα χέρια μου και δεν τα άφηνα. Έπεσα ξανά μέσα στη μπανιέρα και στην αγκαλιά της. “Πρέπει να βγούμε από δω μέσα πριν πιάσουμε καμιά πνευμονία” είπε γελώντας.
Δε χορταίναμε η μία την άλλη, σαν παιδάκια που δεν αποχωρίζονται την αγκαλιά της μαμάς τους. Με σκούπισε ευλαβικά και κατευθυνθήκαμε στην κουζίνα γυμνές να φτιάξουμε πρωινό. “Πεινάω σαν λύκος”, είπε ανοίγοντας το ψυγείο να βγάλει τα αυγά και τα λουκάνικα. Έβαλε το τηγάνι στη φωτιά όσο εγώ έστρωνα το τραπέζι. Της φόρεσα πάνω απ’ το γυμνό της κορμί μια άσπρη κοντή υφασμάτινη ποδιά και την έδεσα πίσω της, πάνω απ’ το γυμνό της κώλο. Η ποδιά ήταν πολύ μικρή και έσφιγγε τα βυζιά της, αφήνοντας το μουνάκι της γυμνό στα διεστραμμένα μου μάτια. Γύρισα κι έσκυψα λίγο να βάλω πιάτα στο τραπέζι όταν αισθάνθηκα κάτι λιπαρό και κρύο στα μουνόχειλα μου. Δεν κουνήθηκα καθόλου, περιμένοντας με αγωνία να μπει μέσα μου το άγνωστο αντικείμενο. Το πίεσε ελαφρά και χώθηκε τουλάχιστον δέκα πόντους μέσα μου. Ρίγησα απ’ την αίσθηση και πριν πέσω πάνω στο τραπέζι, άνοιξα διάπλατα και κοίταξα ανάμεσα στα πόδια μου. Μου ‘χε χώσει ένα λουκάνικο στο μουνάκι και το ‘παιζε μέσα έξω σαν αντρικό όργανο. Πήρε άλλο ένα, το ‘βαλε κι αυτό στο στόμα της και μετά το έχωσε μέσα μου. “Θα ‘θελες να ‘χεις δυο τέτοια καυλιά στο καυτό σου μουνάκι;” με ρώτησε καθώς με δυσκολία τα κουνούσε μέσα έξω. “Ναι, μ’ αρέσει, μη σταματάς… Γάμησε με μωρό μου” απάντησα τραβώντας την πάνω μου απ’ τα μαλλιά της. Έχυσα πάνω στο τραπέζι εξαντλημένη με ορθάνοιχτα τα πόδια και τα βυζιά μου πάνω στα πιάτα και τα μαχαιροπήρουνα, πασαλειμμένη με το βούτυρο, που είχα σερβίρει νωρίτερα στο τραπέζι, σ’ όλο το σώμα.
Κατάφερα και κάθισα στην καρέκλα και την άφησα να σερβίρει, έχοντας τα μάτια μου πάνω στα πλούσια στήθη της που κρέμονταν ξεδιάντροπα απ’ τις άκρες της ποδιάς σαν να ‘ταν στριπτηζού. Ταΐζαμε η μια την άλλη τα λουκάνικα που μέχρι πριν είχα στον κόλπο μου, σίγουρα τα πιο νόστιμα που είχαμε φάει ποτέ. “Θέλω να σε πάρω ξανά, αλλά δεν έχω άλλη δύναμη πάνω μου” είπα αποκαμωμένη. “Πρέπει να φύγω αγάπη μου. Ο Ανδρέας με περιμένει στο μαγαζί” είπε στεναχωρημένη. “Πότε θα σε ξαναδώ;” ρώτησα απελπισμένη. Κόντευαν να με πάρουν τα κλάματα. Το κατάλαβε και ήρθε και κάθισε πάνω στα πόδια μου. Με αγκάλιασε, με φίλησε στο στόμα και στα υγρά μου μάτια. “Θα μ’ έχεις συνέχεια. Θα σε δω το βράδυ. Δεν πρόκειται να χωρίσουμε ποτέ πια” είπε φιλώντας με στο λαιμό και τα αυτάκια. “Μμμ, μη φύγεις, σε παρακαλώ” είπα αναστενάζοντας απ’ τον πόθο.
Φιλιόμασταν μπροστά στην πόρτα αρκετή ώρα. Ήμουν ολόγυμνη και είχα περάσει τα χέρια κάτω απ’ την πουκαμίσα της χουφτώνοντας τα μεγάλα της βυζιά, ενώ εκείνη μου ‘χε χώσει δυο δάχτυλα στο μουνάκι. Δεν την άφηνα να φύγει. Φοβόμουν πως θα την έχανα. Μ’ άφησε απότομα, άνοιξε την πόρτα κι έτρεξε προς τη σκάλα. Ασυναίσθητα βγήκα στο διάδρομο γυμνή και ξυπόλητη πίσω της. Γύρισε και με κοίταξε δακρυσμένη. Έκλαιγα κι εγώ. Την κοιτούσα όσο κατέβαινε γρήγορα τα σκαλοπάτια μέχρι που χάθηκε από εμπρός μου. Γύρισα κι έκλεισα δυνατά την πόρτα πριν με δει κανείς. Έπεσα πάνω στην πόρτα κλαίγοντας. Ήμουν ερωτευμένη. Μια γυναίκα με είχε κατακτήσει, μ’ είχε κάνει κτήμα της. Δεν άντεχα απ’ το συναίσθημα που κυρίευε το μυαλό και την καρδιά μου. Σκέφτηκα τον Χρήστο… Ένιωθα αγάπη γι’ αυτόν, αλλά ερχόταν σε σύγκρουση με την αγάπη που ένιωθα για τη Σούλα. Έμεινα ώρες γυμνή στην εξώπορτα μου, να κλαίω σα μικρό κορίτσι.
Όταν βρήκα το κουράγιο να ηρεμήσω απ’ το κλάμα, σηκώθηκα και ντύθηκα για να πάρω τον μικρό απ’ το σχολικό. “Θα πάμε στο χωριό, στη γιαγιάκα σήμερα αγόρι μου” του είπα. “Η μαμάκα δεν είναι καλά και θα μείνεις εκεί λίγες μέρες”. Ευτυχώς αντέδρασε καλά. Ποιο παιδί θα ‘λεγε όχι. Οι γονείς μου τον υπεραγαπούσαν και δεν του χάλαγαν χατίρι. Τον άφησα βιαστικά στη μητέρα μου, που με είχε πρήξει στις ερωτήσεις για την υγεία μου… “Απλά είμαι λιγάκι κουρασμένη ψυχολογικά και δεν θέλω να με βλέπει και να στεναχωριέται το παιδί. Αν χρειαστείς κάτι, πάρε με στον αριθμό που σου άφησα. Είναι κινητό.” απάντησα για τελευταία φορά και ξαναμπήκα στο ταξί. “Πίσω στην Αθήνα κυρία;” ρώτησε ο ταξιτζής. “Ναι, πίσω παρακαλώ” είπα κι έσκυψα μην καταλάβει πως κλαίω.
Άνοιξα την εξώπορτα της πολυκατοικίας κι έκανα να μπω μέσα όταν πήρε το μάτι μου κάποιον να καπνίζει στο σκοτάδι ακουμπισμένος σ’ ένα ακριβό μαύρο αυτοκίνητο. Μέσα στο σκοτάδι μου φάνηκε γνωστός, αλλά σκέφτηκα πως θα ‘ταν η ιδέα μου. Μπήκα βιαστικά και έκλεισα ερμητικά την εξώπορτα. Ποιος ξέρει τι έκανε εκεί τέτοια ώρα. Ήταν προχωρημένες δύο και το κρύο ήταν τσουχτερό για να περιμένει καμιά κοπελίτσα μέσα στη νύχτα. Όταν άνοιξα την πόρτα του ασανσέρ στον όροφο μου, έμεινα έκθαμβη. Η Σούλα είχε κάτσει στο κατώφλι της πόρτας μου κι έκλαιγε με αναφιλητά. Πέσαμε η μια στην αγκαλιά της άλλης και φιλιόμασταν χωρίς να ‘χουμε αίσθηση του χώρου και του χρόνου.
“Φοβήθηκα, δε σ’ έβρισκα και τρελάθηκα. Φοβήθηκα μην κάνεις καμιά βλακεία…” είπε μη μπορώντας να ανακτήσει την αναπνοή της. “Σ’ αγαπώ” πρόσθεσε. “Κι εγώ σ’ αγαπώ” απάντησα κλαίγοντας. “Άφησα τον μικρό στη μητέρα μου για μερικές μέρες, να συνέλθω”. “Έλα, περιμένει ο Ανδρέας κάτω. Θα ‘χει παγώσει ο καημενούλης. Είμαστε ώρες εδώ” είπε τραβώντας με απ’ το χέρι. “Όχι, δεν γίνεται. Δεν μπορώ. Δεν είμαι έτοιμη για τον Ανδρέα. Δεν ξέρω αν θα ‘μαι έτοιμη ποτέ μου. Δεν θα ‘ρθω…” απάντησα εκνευρισμένη. “Σε παρακαλώ, δεν μπορώ να σ’ αφήσω, αλλά δεν μπορώ και να αφήσω τον άντρα μου πάλι μόνο του. Έχει κατανόηση, θα δεις. Δεν πρόκειται να σ’ αγγίξει. Θα ‘μαστε οι δυο μας, σε παρακαλώ…” είπε ξεσπώντας ξανά σε αναφιλητά. Υποχώρησα και την ακολούθησα, αν και αισθανόμουν άβολα. Την ήθελα τόσο πολύ, που αναρωτιόμουν ως που μπορούσα να φτάσω.
Κρατώντας με απ’ το χέρι σφιχτά, πλησιάσαμε τον Ανδρέα. “Αγάπη μου, αυτή είναι η Κατερίνα. Θα κοιμηθεί μαζί μας σήμερα, γιατί είναι χάλια. Θα πάρουμε εμείς οι δυο την κρεβατοκάμαρα και συ θα πας στον ξενώνα… Σε πειράζει; Μόνο για σήμερα, σε παρακαλώ…” είπε κρατώντας με σφιχτά πάνω της. “Γεια σου Κατερίνα. Είσαι κούκλα από κοντά. Σε αδικούσαν οι φωτογραφίες που έστειλες” είπε κοιτάζοντας με στα μάτια χαμογελαστός και συνέχισε προς τη Σούλα: “Δεν είμαι κανένας άγριος αγάπη μου, εξάλλου σου έχω χαλάσει χατίρι ποτέ;” Τον φίλησε στο στόμα κρατώντας με απ’ το χέρι και μπήκαμε στο πίσω κάθισμα. Όση ώρα οδηγούσε η Σούλα απλά μου κρατούσε το χέρι. Καμιά άλλη κίνηση. Φαινόταν άνετος με όσα συνέβαιναν, αν και γι’ αυτούς ήταν κάτι πρωτόγνωρο, αλλά εγώ ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί.
Σαν πουτάνα που την πάνε για την πρώτη της βίζιτα, με κατεβασμένο το κεφάλι, προχώρησα στο σπίτι τους. Ήταν τεράστιο, με πανάκριβα έπιπλα και υπέροχο κήπο. Ο πλούτος δεν κρυβόταν σε τίποτα μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Έμοιαζε πιο πολύ με παλάτι, παρά με σπίτι. Με οδήγησαν στο σαλόνι τους κι έκατσα σ’ ένα δερμάτινο μαύρο καναπέ, δίπλα στο τζάκι. “Πάω να φέρω κάτι να πιούμε, πεινάς αγάπ… Κατερίνα; Να σου φέρω κάτι;” είπε κοκκινίζοντας απ’ τη βλακεία που έκανε. “Ναι, αν είναι εύκολο…” είπα με το κεφάλι πάντα χαμηλωμένο. “Αγάπη μου ανάβεις το τζάκι σε παρακαλώ; Ξεπάγιασα…” είπε προς τον Ανδρέα κι έφυγε για την κουζίνα. Εκείνος σηκώθηκε αμέσως και πήγε ν’ ανάψει το τζάκι. Τον παρακολουθούσα όσο ασχολιόταν με τη φωτιά. Ήταν όμορφος. Της ταίριαζε, πράγματι. Χωρίς περιττά κιλά, με καλοφτιαγμένο σώμα… Αν αδικούσαν κάποιον οι φωτογραφίες, αυτός ήταν ο Ανδρέας!
Κάθισε απέναντι μου μόλις άναψε για τα καλά η φωτιά στο τζάκι. Θα μπορούσα άραγε να κάνω έρωτα μ’ αυτόν τον άνθρωπο; Μάλλον όχι. Μου φαινόταν απίθανο. Ίσως να μην μπορούσα να ξανακοιμηθώ με άντρα ξανά. Ούτε καν με τον άντρα μου. Σαν να ‘χε διαβάσει τις σκέψεις μου με ρώτησε: “Τον αγαπάς τον άντρα σου Κατερίνα;” “Ναι, έτσι νομίζω…” είπα προσπαθώντας να ο πιστέψω κι εγώ η ίδια. “Εγώ τη λατρεύω τη Σούλα… Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να της αλλάξω γνώμη, φαίνεται ερωτευμένη μαζί σου… από τότε που επικοινωνήσατε μου μιλάει συνεχώς για σένα. Αν την πάρεις μακριά μου όμως θα σκοτωθώ…” συνέχισε κρατώντας στα χέρια του το κεφάλι του. Είχε δακρύσει. Την αγαπούσε παθολογικά. Εγώ όμως τι γύρευα εκεί; Δεν κολλούσα στο κάδρο…
“Ίσως θα ‘ταν καλύτερα να πάω σπίτι… Αν μπορείς να καλέσεις ένα ταξί…” είπα ξεσπώντας σε κλάματα. Σηκώθηκε απότομα και με συγκράτησε καθώς κατευθυνόμουν προς την εξώπορτα. Μου κρατούσε σφιχτά τα χέρια και μου είπε: “Συγνώμη, ήταν λάθος μου. Φάνηκα αγενής. Δεν φταις εσύ. Αν η Σούλα μ’ αφήσει θα ‘ναι γιατί φταίω εγώ κι όχι εσύ. Αν δεν ήσουν εσύ, ίσως να ‘ταν κάποια άλλη στη θέση σου. Εγώ διάλεξα εσένα, γιατί πίστευα πως ίσως γυρνούσες στον άντρα σου και απογοητευόταν. Αν τη χάσω, δε θα ‘χω τίποτα που να με κρατάει ζωντανό…” Τον διέκοψε η Σούλα που μπήκε κρατώντας μια πιατέλα με ποτήρια και μεζέδες. “Έχασα κάτι;” είπε ανυπόμονα. Καθίσαμε κι οι δυο τάχα αδιάφοροι στις θέσεις μας. “Όχι, να, τα λέγαμε με την Κατερίνα. Εγώ είμαι λιγάκι κουρασμένος, πάω για ύπνο” είπε και σηκώθηκε. Φιλήθηκαν με πάθος, σαν να βλεπόντουσαν ξανά μετά από χρόνια, κι ύστερα την άφησε κι ανέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στα υπνοδωμάτια.
Καθόμασταν στα σκοτεινά, αγκαλιά με την Σούλα, μπροστά στο τζάκι απορροφημένες απ’ τη θέα των ξύλων που καιγόντουσαν, όταν πέρασε το χέρι της μέσα απ’ την παντελόνα μου. Άγγιξε το ξυρισμένο μου γατάκι και μ’ έκανε να ριγήσω. Την ήθελα. Ήθελα να την πάρω στο στόμα μου μπροστά στο τζάκι και να την κάνω δικά μου. Πετάξαμε τα ρούχα από πάνω μας μανιασμένες και κυλιόμασταν πάνω στο χαλί γυμνές. Ακούμπησα την πλάτη μου στον τοίχο ανοίγοντας όσο πιο πολύ τα πόδια μου και την άφησα να χωθεί στο μουνάκι μου, κρατώντας την απ’ τα μαλλιά. Αναστενάζαμε βαριά κι οι δύο. Έχυνα βογκώντας δυνατά έχοντας το χέρι της σχεδόν όλο μέσα στο μουνί μου κι αυτή είχε σηκωθεί και μου ρουφούσε τις ρόγες όταν διέκρινα μια σκιά στο βάθος.
Στα βήματα του Ανδρέα που έφευγε, τινάχτηκε και έτρεξε να τον προλάβει. Πιθανότατα όλη αυτήν την ώρα μας παρακολουθούσε, απ’ την άλλη άκρη του σαλονιού, χωρίς να τον αντιληφθούμε. Ένιωθα σαν τσούλα, που χώθηκα στο ζευγάρι κι έκλεψα όχι τον άντρα, αλλά τη γυναίκα. Ο Ανδρέας έκλαιγε ακόμα όταν τραβώντας τον απ’ το χέρι η Σούλα τον έφερε κοντά μου. Είχα κρύψει όσο μπορούσα τη γύμνια μου με τα χέρια μου, χωρίς να τα καταφέρνω και πολύ καλά, μέσα στην ταραχή μου. “Αγάπη μου γλυκιά, δεν πρόκειται να σ’ αφήσω ποτέ. Απλά πρέπει να με μοιράζεσαι με την Κατερίνα στον έρωτα. Θα μάθεις να με μοιράζεσαι;” τον ρώτησε μπροστά μου. Ο Ανδρέας με κοίταξε κατάματα κι ύστερα γύρισε στη Σούλα, την κράτησε με τα δυο του χέρια απ’ τη γυμνή μέση της και είπε: “Σε θέλω μωρό μου, σε θέλω τρελά. Θα σε μοιραζόμουν ακόμα και με άλλον άντρα, αρκεί να μη μ’ αφήσεις ποτέ σου. Δεν μπορώ να σε βλέπω στην αγκαλιά της, ενώ εγώ κάθομαι μόνος σε μια γωνία…”. “Έλα, μπορείς να μ’ έχεις κι εσύ. Σας αγαπώ και τους δύο.
Σας θέλω και τους δυο… μαζί, αρκεί να μου υποσχεθείς πως δεν πρόκειται ν’ αγγίξεις την Κατερίνα, ούτε να την προσβάλεις…” είπε και μ’ άφησε με το στόμα ανοιχτό.
Ο Ανδρέας φορούσε μόνο ένα παντελόνι πυτζάμας και ο ερεθισμός του φάνηκε αμέσως στα λόγια της Σούλας. Του το κατέβασε εντελώς κι όπως ήταν όρθιος του χούφτωσε με τα δυο της χέρια το ερεθισμένο του όργανο. Δεν είχα ξαναδεί από κοντά τόσο μεγάλο πέος. Το έβαλε στο στόμα της και το ρουφούσε αχόρταγα. Αυτός έκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε στα χέρια της αναστενάζοντας. Όλη αυτή την ώρα κοιτούσα αποσβολωμένη το νεαρό ζευγάρι και σκεφτόμουν πώς να φύγω. Το θέαμα όμως με είχε ερεθίσει. Έκανα να σηκωθώ, αλλά εκείνη τη στιγμή η Σούλα γύρισε προς τα πίσω και ξάπλωσε πάνω στο χαλί τραβώντας κυριολεκτικά με το χέρι της τον Ανδρέα απ’ την πούτσα. Ξάπλωσε στα πόδια μου και με τράβηξε και μένα με δύναμη κοντά της. Τον άφησε και με πήρε στην αγκαλιά της. Με φιλούσε παράφορα. Ανέβηκε πάνω μου, και με πλάκωσε με τα στήθια της. Είχα ακόμη τα χέρια μου στα απόκρυφα σημεία μου και δυσκολευόμουν να αναπνεύσω. Μου πήρε τα χέρια και τα τύλιξε πάνω της.
Έτρεμε από την καύλα και μου δάγκωνε τα χείλη. Αφέθηκα στα φιλιά της και έπιασα τα κωλομάγουλα της. Χτυπιόμασταν η μία πάνω στην άλλη, ξεχνώντας πάλι τον Ανδρέα. “Έλα μωρό μου, πάρε με…” είπε στον Ανδρέα γυρίζοντας το κεφάλι της μόνο για μια στιγμή προς εκείνον. Άνοιξε τα πόδια της κι ανέβηκε πάνω στο κεφάλι μου. Έκατσε στα τέσσερα, αφήνοντας τα μεγάλα στήθη της να κρέμονται ελεύθερα και έφερε το υγρό της μουνάκι στα χείλη μου. Της έγλειφα την κλειτορίδα, όταν αισθάνθηκα την παρουσία του Ανδρέα πολύ κοντά μου. Είδα την τεράστια πούτσα του να έρχεται απειλητικά προς το στόμα μου. Πήγα να μιλήσω αλλά είδα το χέρι της Σούλας να του την πιάνει και να την οδηγεί μέσα της. Έβγαλε έναν υπόκωφο ήχο που έμοιαζε περισσότερο με οίστρο άγριου ζώου καθώς την έπαιρνε όλη μέσα της. Συνέχισα να της γλείφω την κλειτορίδα και να δέχομαι σκαμπίλια απ’ τα χοντρά του αρχίδια στο πηγούνι, ενώ εκείνη σφάδαζε από ηδονή. Έλεγε ακαταλαβίστικα πράγματα, δεν μπορούσα να την καταλάβω. Τα πρώτα της χύσια πλημμύρησαν τα αρχίδια του καθώς μπαινόβγαινε με δύναμη μέσα της και τραβήχτηκε για να τελειώσει κι αυτός. Έχυσε πάνω στα κωλομέρια της και τα χύσια του στάζανε απ’ τα ανοιχτά πόδια της πάνω στα χείλη μου.
“Σε λέρωσε μωρό μου” είπε και άρχισε να καθαρίζει με τη γλώσσα της τα χύσια του άντρα της από το πρόσωπό μου. Μόλις τελείωσε ανέβηκε από πάνω μου και ανοίγοντας μου τα πόδια, χώθηκε με μανία στο ξυρισμένο μουνάκι μου, φέρνοντας για άλλη μια φορά το δικό της πάνω στη γλώσσα μου. Ένιωθα πιο άνετη, συνεπαρμένη από τον ερωτισμό του ζευγαριού και λησμόνησα τη γύμνια μου. Εξάλλου αυτοί δεν είχαν κανένα ενδοιασμό να το κάνουν μπροστά μου, γιατί να έχω εγώ. Έγλειφα με μανία το υγρό μουνάκι της Σούλας, που μέχρι πριν λίγο είχε το καυλωμένο πουλί του άντρα της. Σίγουρα του χαρίζαμε μια πολύ ερεθιστική θέα, καθώς γλειφόμασταν με ανοιχτά τα πόδια μπροστά του, γιατί τον ένιωσα για άλλη μια φορά να έρχεται απειλητικά από πάνω μου.
Έφερα τη μέση της Σούλας πιο κοντά μου, ανοίγοντας της τα κωλομέρια και της έγλειφα την τρυπούλα, κρύβοντας κάθε οπτική επαφή στον Ανδρέα. Αφού τη σάλιωσα καλά, έχωσα το μεσαίο μου δάχτυλο στον κώλο της. “Μμμ” αναστέναξε η Σούλα. “Άνοιξε μου το κωλαράκι γλυκιά μου, έλα, ο άντρας μου είναι έτοιμος πάλι, μην τον κάνεις να περιμένει…” είπε κι απ’ την καύλα, μου δάγκωνε με δύναμη τα μπούτια. Έβαλα κι άλλο δάχτυλο στο κωλαράκι της και της το άνοιξα καλά. “Είμαι έτοιμη αγάπη μου, έλα, πάρε με” είπε στον Ανδρέα. Πήρε κι αυτός την καυλωμένη του πούτσα και την πίεσε στον κώλο της. Έχωσε πρώτα τη χοντρή του βάλανο και συνεχίζοντας την πίεση με τα δάχτυλα του έβαλε ολόκληρη την πούτσα του μέσα της. “Αααα, σχίσε με, με πονάς, γάμησε με επιτέλους…” φώναξε. Άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα της με δυσκολία και κάθε τόσο έφτυνε την πούτσα του για να γλιστρά. Καύλωσα αφάνταστα με τις φωνές της. Η ιδέα της πούτσας του, που έσχιζε τον κώλο της, ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι μου, μ’ έκανε να ριγήσω για πρώτη φορά από τότε που κάναμε για πρώτη φορά έρωτα με τη Σούλα. Κρυφά μέσα μου ζήλεψα. Ήθελα κι εγώ να την αισθανθώ μέσα μου. Δεν ήμουν τελικά λεσβία…
Μέσα στις σκέψεις μου, δεν κατάλαβα πως ο Ανδρέας τελείωνε ξανά και όταν τον είδα να βγάζει την πρησμένη του πούτσα απ’ τον κώλο της Σούλας άνοιξα σαν πουτάνα το στόμα διάπλατα. Απορημένος από αυτή μου την κίνηση με κοίταξε στα μάτια για λίγα δευτερόλεπτα, αλλά ήταν πλέον αργά, γιατί τα πρώτα του χύσια είχαν τιναχτεί με φόρα πάνω στην ανοιχτή κωλοτρυπίδα της Σούλας. Τα επόμενα όμως βρήκαν το στόχο τους και γέμισαν το στόμα μου. Έβγαλα τη γλώσσα μου έξω έγλειφα το πουλί του σαν το πιο γλυκό γλειφιτζούρι στον κόσμο. Μου το ‘χωσε με δύναμη στο στόμα να του το στραγγίσω. Δεν χωρούσαν παρά μόνο λίγα εκατοστά, γιατί και το πάχος αυτής της πούτσας ήταν μεγάλο. “Έλα μωράκι μου να βοηθήσεις τη φίλη σου, έλα να με ρουφήξεις μωρό μου” είπε αναστενάζοντας ο Ανδρέας στη Σούλα που αντιλήφθηκε κάπως αργά που εξαφανίστηκαν τα πηχτά υγρά του. Αντέδρασε ακαριαία και έπεσε με τα μούτρα δίπλα μου, φιλώντας και ρουφώντας, μια τα αρχίδια του και μια τα χύσια που έτρεχαν στο λαιμό μου. Όταν πια ηρέμη σε ο Ανδρέας κουβαριαστήκαμε και οι τρεις μαζί σαν μια μάζα στο χαλί του σαλονιού τους.
Το πρωινό μας βρήκε στο κρεβάτι τους. Μ’ είχαν βάλει στη μέση και μ’ είχαν αγκαλιάσει σφιχτά κι οι δυο τους. Ένιωσα την πούτσα του Ανδρέα να μεγαλώνει σιγά σιγά ανάμεσα στα κωλομέρια μου. Συνέχισα να κάνω πως κοιμάμαι ακούγοντας την αναπνοή του να αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς. Κουνήθηκα λίγο για να αποφύγω τον ερεθισμό του, που μου ζέσταινε επικίνδυνα τα κωλομέρια, αλλά βρέθηκα σε ακόμη πιο δεινή θέση φέρνοντας τον κατά λάθος ανάμεσα στα μουνόχειλα μου. Τώρα ήταν η δική μου αναπνοή που έπαιρνε τρελούς ρυθμούς, ενώ σε λίγο τα υγρά μου θα φτάνανε στην πούτσα του και θα καταλάβαινε τον ερεθισμό μου. Με μία μόνο κίνηση μπορούσε να βρεθεί μέσα μου, μόνο που αντί για αυτόν την έκανα εγώ… Τούρλωσα λίγο τον κώλο μου σαν να ‘θελα να γυρίσω μέσα στον ύπνο μου φέρνοντας τον μέσα μου. Αναστέναξα από την καύλα καθώς είχε μπει πάνω από τη μισή του πούτσα μέσα μου με μια μόνο κίνηση. Από τον αναστεναγμό μου ξύπνησα τη Σούλα. “Πουτανάκι, πηδιέσαι με τον άντρα μου στο ίδιο μου το κρεβάτι;” Ρώτησε και έπιασε αμέσως την πούτσα του Ανδρέα που ήταν μισοβαλμένη μέσα μου. “Έλα αγόρι μου, πάρτη, σχιστήν την πουτάνα, κάντην να νιώσει την πουτσάρα σου” συνέχισε πιάνοντας τον απ’ τα κωλομέρια και ωθώντας τον να χωθεί μέσα μου.
Οι προτροπές της Σούλας ήταν αρκετές για να εξαγριώσουν τον Ανδρέα που τώρα με γαμούσε σα σκύλα όσο αυτή μου βύζαινε τις ρόγες. Εντελώς αναπάντεχα όμως, σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και πήγε στη σιφονιέρα της. Έβγαλε ένα πλαστικό πέος από ένα συρτάρι και το έδεσε στη μέση της, ενώ εγώ μην μπορώντας ν’ αντέξω τις ορμές του Αντρέα, τον γύρισα ανάσκελα και ανέβηκα πάνω στην πουτσάρα του. Μου χούφτωνε τα βυζάκια ενώ εγώ τον γαμούσα με το μουσκεμένο μου μουνάκι. Κοιτιόμασταν κατάματα γεμάτοι πάθος, πράγμα που μ’ έκανε να σκύψω να τον φιλήσω στα χείλη. Έχυσα κι έπεσα πάνω του χωρίς να σταματήσω να τον φιλώ. Μ’ έσφιξε απ’ τα κωλομέρια κι άρχισε να ανεβοκατεβάζει με μίσος τον κώλο μου πάνω στην πούτσα του, ενώ εγώ συνέχισα να τον φιλάω, κλείνοντας τον σφιχτά στην αγκαλιά μου.
Η Σούλα όμως είχε άλλο σκοπό. “Θα σε πονέσει λίγο, χαλάρωσε και θα το συνηθίσεις” είπε και με άλειψε την κωλοτρυπίδα με βαζελίνη. “Όχι, σε παρακαλώ, όχι από πίσω” είπα τσιρίζοντας, αλλά ήταν αργά. Είχε χώσει το δάχτυλο της στον κώλο μου και παράλληλα ρούφαγε τα αρχίδια του άντρα της. Την ένιωσα να παίρνει θέση πίσω μου και μετά να μπαίνει μέσα μου. Πονούσα αφόρητα, αλλά εκείνη συνέχιζε ακάθεκτη. Με τρομπάρανε κι οι δυο μαζί, με δυσκολία, αλλά τα καταφέρνανε. Δεν ήξερα αν ήταν πόνος ή καύλα αυτό που με κυρίευσε αλλά βρέθηκα στην ίδια θέση που ήταν το προηγούμενο βράδυ η Σούλα. Έλεγα ασυναρτησίες ασταμάτητα, ενώ όσα λόγια μου έβγαζαν νόημα, σίγουρα δεν είχα το θάρρος να τα πω σε ανθρώπινο πλάσμα ποτέ μου. Με ανακούφιση δέχτηκα το δυνατό σπρώξιμο του Ανδρέα που με ελευθέρωνε απ’ το καυλί του για να χύσει, αλλά η Σούλα συνέχιζε να μου πηδάει τον κώλο χτυπώντας με δυνατά σκαμπίλια στα καπούλια. Κατάφερα κι έφτασα την πούτσα του και την έκλεισα στα πεινασμένα μου χείλη, ρουφώντας τα υγρά μου μαζί με τα δικά του. Δεν τον άφηνα να φύγει από το στόμα μου, παρόλο που με είχε πλουτίσει με μια μεγάλη ποσότητα από τα χύσια του.
Δεν τον άφησα να του πέσει, παίρνοντας του την καλύτερη πίπα που είχα πάρει στη ζωή μου. Αυτό παρακίνησε τη Σούλα ν’ ανέβει πάνω του και να κρύψει μέσα της την τεράστια του πούτσα. Αυτός όμως είχε άλλα σχέδια. Ενώ εγώ έλυνα το πλαστικό πέος απ’ τη μέση της, η γύρισε ανάσκελα και την ξέσχιζε παράφορα. Έμεινα με το πλαστικό πουλί να ορθώνεται στα σκέλια μου, χωρίς να έχω κάπου να το βάλω. Μέσα στο παραλήρημα μου, το άλειψα κι εγώ με βαζελίνη και πήρα θέση πίσω απ’ το σφιχτό κώλο του Ανδρέα. Δεν ήξερα αν θα ‘θελε να τον πάρουν παρά φύση αλλά ποιος ρώτησε ποτέ εμένα; Χώθηκα βίαια μέσα του κρατώντας τον δυνατά από τη μέση και αμέσως έβγαλε μια δυνατή κραυγή πόνου. “Πουτάνα, θα σε σκοτώσω. Βγες αμέσως. Αααχ, βγες μαλακισμένη, με πονάς” φώναζε προσπαθώντας να με απωθήσει. Η Σούλα όμως τον κράτησε δυνατά μέσα της και δεν του άφησε περιθώρια για άλλες κινήσεις. “Νομίζεις πως εμείς αισθανόμαστε διαφορετικά όταν μας σχίζουν το κωλαράκι; Θα δεις, θα σου αρέσει στο τέλος” του είπε ειρωνικά.
Πήρα θάρρος και συνέχισα, παρά τα βογκητά του. Είχε χαλαρώσει και δεχόταν ακίνητος την πλαστική πούτσα μου στον κώλο του. Εμένα πάλι με κατέβαλε μια επιθυμία να τον πονέσω επίτηδες σαν τιμωρία για το γαμήσι που μου ‘χε ρίξει λίγο πριν η Σούλα. Το κατάλαβε όμως η Σούλα και με παρακάλεσε να σταματήσω. “Νομίζω πως μπορούμε να αλλάξουμε ρόλους τώρα, αρκετά μου πήδηξες τον άντρα” είπε και βγήκα φοβισμένη για τις επιπτώσεις.
“Έλα αγόρι μου, πήδα την ξανά την πουτάνα που σου γάμησε το όμορφο σου κωλαράκι” είπε και με ξάπλωσε ανάσκελα με ανοιχτά τα πόδια. Έβγαλε το πλαστικό πουλί από μένα, έπιασε την πούτσα του και φιλώντας με στο στόμα τον οδήγησε μέσα μου. Με γαμούσε σαν πόρνη, χωρίς οίκτο, καυλώνοντας με τόσο που είχα χάσει τον έλεγχο μου και έχυνα ασταμάτητα. Κάθε τόσο έλεγα: “Σχίσε με, μη με λυπάσαι, τιμώρησε με, είμαι η πουτάνα σου” και τον φούντωνα ακόμα πιο πολύ. Ένιωσα τα χύσια της Σούλας στο στόμα μου, καθώς είχε ανεβεί εδώ και λίγη ώρα πάνω μου, ενώ εκείνη με τη σειρά της πότε έγλειφε το μουνάκι μου όσο με γαμούσε ο Ανδρέας και πότε έβγαζε την πούτσα του και την έπαιρνε στο στόμα της. Περίμενα τη στιγμή που θα ‘νιωθα τον Ανδρέα να βγαίνει από μέσα μου για να τον πάρουμε με τη Σούλα στα στόματα μας να τον αποτελειώσουμε, αλλά αυτός έχυσε μέσα μου τιμωρώντας με για την αταξία μου. Μείναμε όπως ήμασταν, χωρίς να κουνηθεί κανείς μας για λίγα λεπτά και μετά ξαναμπλέξαμε σαν κουβάρι ως που μας ξαναπήρε ο ύπνος.
Μέσα σε λίγες μέρες είχα κοιμηθεί με το φωτογράφο της γειτονιάς μου, είχα αποκτήσει ερωμένη, είχα πηδηχτεί με τον άντρα της σε ένα παράλογο ερωτικό τρίγωνο, είχα χάσει την παρθενιά απ’ τον κώλο μου, αλλά είχα πάρει και την παρθενιά ενός άντρα και της γυναίκας του. Το ξυρισμένο μου μουνάκι, οι πίπες που είχα πάρει και τα χύσια που είχα καταπιεί, ήταν μια σταγόνα στον ωκεανό μπροστά σ’ όλα τα άλλα που ‘χα κάνει. Καταραμένε Πέππα με την κωλοσελίδα σου, μου έφερες τα πάνω κάτω στη ζωή μου. Με κατάντησες από απλή νοικοκυρά σε πόρνη πολυτελείας, αλλά μου άρεσε… Άμα σε πετύχω πουθενά θα σε κλείσω σ’ ένα δωμάτιο με την ερωμένη μου και θα σε κατασπαράξουμε…
Το σίγουρο ήταν πως το κέρατο που φόρεσα στον άντρα μου, σίγουρα θα τον δυσκόλευε να περάσει ακόμα και κάτω απ’ τον πύργο του Άιφελ…Και δυστυχώς είχε σκοπό να τον επισκεφτεί!
Με αγάπη
Η Κατερίνα σου