Επειδή είδαμε πως η ιστορία μας διαβάζεται από τους φίλους του site αποφασίσαμε να γράψουμε την συνέχεια της εμπειρίας μας με τον Ζαζί και την Λέλα έστω και με αρκετή καθυστέρηση. Για να έχετε μια άποψη για την προηγούμενη ιστορία περιληπτικά σας γράφουμε μια πολύ σύντομη περίληψη.
Εγώ, ο Κώστας κι η γυναίκα μου η Μελίνα ψάχναμε φαντασιακά να εμπλουτίσουμε την σεξουαλική μας ζωή. Η Μελίνα μετά την γέννηση του δεύτερου παιδιού μας έγινε πολύ θερμή, σέξι κι αχόρταγη. Η φαντασιακή μας κατάσταση δεν είχε όρια. Το γαμήσι με τρίτα άτομα ήταν μέσα στις πρώτες μας προτεραιότητες. Ήταν τόσο ζωντανές που μας άφηνε την εντύπωση πως ήταν πραγματικές. Μας άρεσε τόσο που είχαμε αποφασίσει να το κάνουμε και συζητούσαμε το πως. Μια φορά γυρίζοντας νωρίτερα σπίτι την έπιασα να πηδιέται με ένα πουτσαρά μαύρο. Πήρα μάτι χωρίς να με αντιληφθούν κι έφυγα. Όταν γύρισα η γυναίκα μου, μου είπε το συμβάν χωρίς να την ρωτήσω κι από την καύλα την πήρα άγρια. Ο Ζαζί, ο γαμιάς της, νέγρος από την Gana πουλούσε CD’s και του έδωσε καταφύγιο γιατί τον κυνηγούσαν. Τον ταΐσε, τον πότισε κι όταν ζήτησε να πάει στο μπάνιο, του έδειξε τον δρόμο και πήγε να φέρει καθαρή πετσέτα. Γυρνώντας από την μισάνοιχτη πόρτα είδε την πούτσα του και κόλλησε. Του κρεμότανε σαν ρόπαλο ανάμεσα από τα πόδια παρόλο που τον έβλεπε από πίσω. Τρελάθηκε και του την έπεσε. Γαμήθηκαν άγρια κι όταν άκουσε την πόρτα, έφευγα, φοβήθηκε και τον έδιωξε από την ταράτσα. Αυτά μου τα είπε η γυναίκα μου με λεπτομέρεια το βράδυ που είμαστε σε ένα μπαράκι. Μου ζήτησε να την πάρουμε μαζί και δέχτηκα. Τόση ήταν η καύλα της που με πήρε στις τουαλέτες γιατί δεν προλαβαίναμε να πάμε σπίτι. Από την επομένη έψαχνε τον Ζαζί, στις λαϊκές, στα παζάρια και το λιμάνι αλλά τίποτα. Μια μέρα γυρίζοντας σπίτι την βρήκα να κλαίει. Είχε βρει τον Ζαζί αλλά τον είχε καπαρώσει η κυρία Λέλα, η 45άρα του διπλανού διαμερίσματος. Παντρεμένη με προϊστάμενο υπουργείου η κυρία Λέλα πρώτη κι έκφυλη μουνάρα τον εκβίαζε ότι θα τον απελάσει αν δεν καλύπτει αποκλειστικά τις ανάγκες της. Έπρεπε να δώσω εγώ την λύση. Όταν η κυρία περίμενε τον εραστή μπούκαρα στο διαμέρισμα της και τη έπιασα με το πουτανέ νικλιζέ και τα σέξι εσώρουχα. Την αιφνιδίασα.και τις έθεσα τσεκουράτα τους όρους μου. “Αν θέλεις τον αραπάκο για πάρτη σου μόνο, ο προϊστάμενος θα τα μάθει όλα με χαρτί και καλαμάρι. Προσφέρουμε εχεμύθεια και ασφαλές καταφύγιο για ώρες “οικογενειακού μποτιλιαρίσματος”, ζητάμε τη χρήση του Ζαζούκου σου φίφτυ-φιφτυ”. Προσπάθησε να ανακτήσει και να αντεπιτεθεί. Μπλόφαρα ότι έχουμε ηχητικά και φωτογραφικά πειστήρια. Έκανα να φύγω και στο τρίτο βήμα την άκουσα να συμφωνεί. Γύρισα κι αυτή ναζιάρικα προσπάθησε να κρύψει την γύμνια της. Αυτή η κίνηση μου τον έκανε σίδερο. Γύρισα και τον πέταξα έξω. “Σφράγισε την συμφωνία μας τώρα” είπα επιτακτικά, με θράσος που εξέπληξε και μένα, δείχνοντας με το δάχτυλο το παπάρι που ορθόνονταν σαν δόρυ εναντίον της. Έκανε αααααααααα… Έδειξε τον απαιτούμενο, για τα μάτια του κόσμου, δισταγμό και τον αγκάλιασε, σαν πουπουλένιο δαχτυλίδι, με τις χειλάρες της. Ξεσκιστήκαμε. Η Λέλα έγινε μέρος των σχεδίων μας.
Βρισκόμαστε δηλαδή εγώ ο Κώστας βρισκόμουνα στο διαμέρισμα της κυρίας Λέλας τρώγοντας με όρεξη, μετά την συμφωνία και το φοβερό γαμήσι που ακολούθησε, τις λιχουδιές που με φίλεψε για πρωινό. Η Λέλα από δίπλα να με παρατηρεί έτοιμη να μου ικανοποιήσει την κάθε επιθυμία. Είναι περίεργο όταν η γυναίκα είναι ευχαριστημένη από το κρεβάτι γίνεται χαλί να την πατήσεις, άμα όμως είναι στη δίαιτα καλύτερα να την αποφεύγεις. Όταν τσίμπησα απ’ όλα τα καλά κι άρχισα να χορταίνω την πείνα μου σκέφτηκα την Μελίνα και τον Ζαζί. Έπρεπε να μάθω τι γίνεται στην άλλη πλευρά του τοίχου και ζήτησα τηλέφωνο. Σκίστηκε να μου φέρει το ασύρματο. Έσκυψε κάτω από τον καναπέ. Η ρόμπα άνοιξε, ο κώλος της τουρλώθηκε και τα βυζιά της τραμπάλισαν ελεύθερα από το βάρος τους. Ο πούτσος μου αντέδρασε έτοιμος να πάρει την ανιούσα, έπρεπε να τηλεφωνήσω όμως και πήρα το τηλέφωνο απ’ το χέρι της. Η Λέλα απομακρύνθηκε διακριτικά λέγοντας μου ότι πάει για ένα ντουζάκι.
Σχημάτισα τον αριθμό του σπιτιού μου και πάτησα ΟΚ. Κτύπησε τρεις τέσσερις φορές πριν ακούσω στην άλλη μεριά την φωνή της γυναίκας μου. “Ναι; Ναι; Ποιος είναι;” δεν μιλούσα τεστάρωντας την φωνή της. “Κώστα εσύ;” ξαναρώτησε. “Ναι” απάντησα καταφατικά. “Άντε ρε παιδί μου, τι έγινε;” ρώτησε με αγωνία. Το λαχάνιασμα της διακρινόταν και την πρόδιδε. “Πηδιέσαι;” ρώτησα. “Σε πηδάει, ναι σε πηδάει;” ρώτησα σοβαρά ζητώντας επιβεβαίωση. “Τι έγινε πες μου σε παρακαλώ” είπε παρακαλετά μετά από στιγμιαία σιωπή. “Σε πηδάει;” ρώτησα επιτακτικά τώρα. Άκουσα ένα μακρόσυρτο ” …μμμμμμμμμμ” κι ένα ξεψυχισμένο “ναι…..με γλύφει”. “Α!!! έτσι κουφάλα εσύ γαμιέσαι και χαίρεσε κι εγώ δουλεύω;” είπα θυμωμένος. Τα ’χασε αλλά εγώ δεν μπόρεσα να κρατήσω τα γέλια μου. “Ά να χαθείς” είπε τσατισμένα. “Εντάξει” είπα. “Τι;” ρώτησε. “Εντάξει” ξανάπα. “Τι εντάξει;” ρώτησε με λαχτάρα. “Εντάξει η συμφωνία επετεύχθη”. Άκουσα την τσιρίδα του πανηγυρισμού της. “Άκου, άκου” είπα διακόπτοντας τα πανηγύρια, “το σχέδιο προχωράει κανονικά δεν πρέπει να καταλάβει ακόμα τίποτα”. “Όχι, όχι, εντάξει σύμφωνοι” είπε. “Μη κλείνεις” της είπα “θα ’χομε μια μικρή αλλαγή” “Τι;” ρώτησε. “Στο κόλπο θα μπει και η κυρία Λέλα”. “Μα τι λες τώρα;” αντέδρασε. “Αν δε δεχτείς το μοίρασμα δεν θα τον έχεις καθόλου, διάλεξε” είπα κοφτά και τελεσίδικα. “Τι να πω εγώ…..μέσα, εσύ; ” “Δεν έχουμε επιλογή, όλα θα πάνε καλά, θα δεις, είναι καλή και ξηγημένη γυναίκα” “Εντάξει” είπε η Μελίνα. “Και κάτι τελευταίο. Σε λίγο θα την βάλω ήσυχα στο διαμέρισμα για να συνεννοηθείτε. Φρόντισε να αισθανθεί άνετα κι ακολούθησε την είναι δασκαλεμένη. Εγώ θα έλθω μετά, όπως το είχαμε πει αρχικά”. Έκλεισα και τσίμπησα ένα μπισκοτάκι γεμιστό με μαρμελάδα ροδάκινο.
Η Λέλα εμφανίστηκε στην πόρτα και το επιφώνημα μου βγήκε αυθόρμητο. Γέλασε πλατιά από ικανοποίηση. Φρεσκολουσμένη με μαλλιά υγρά χτενισμένα με ζελέ. Φορούσε ένα strait μίνι κόκκινο φόρεμα που τόνιζε ο καλλίγραμμο σώμα της. Δε φορούσε στηθόδεσμο και τα βυζιά της διαγραφόταν υπέροχα. Ένα διακριτικά δικτυωτό σκούρο καλτσόν συμπλήρωνε το ντύσιμο της. Δεν είμαι σίγουρος αν φορούσε κυλόττα, είχα την αίσθηση πως όχι. Στεκόταν ολόκληρη πάνω σ’ ένα ζευγάρι κλασσικές μαύρες γόβες με λεπτό τακούνι. Την έτρωγα με τα μάτια μου κι ο πούτσος αισθανόταν άβολα στη θέση του. Κάπνιζε. Άναψα κι εγώ τσιγάρο. Της έκανα νόημα και κάθισε στον καναπέ διπλώνοντας με χάρη τα πόδια της. Μιλήσαμε για λίγο. Της εξήγησα τα σχέδια και έλυσα τις απορίες. Συμφωνούσε και έδειχνε ικανοποίηση. Την επιβεβαίωναν οι ρώγες της που μεγάλωναν, φούσκωναν και απειλούσαν να τρυπήσουν το φόρεμα. Καύλωνα και σκέφτηκα να την γαμήσω αλλά το ανέβαλα για μετέπειτα. Πήρε το ασύρματο τηλέφωνο, τα κλειδιά της και ήρθε προς την πόρτα του σπιτιού μου που είχα ανοίξει σιγά-σιγά. Της χούφτωσα τον κώλο καθώς την έσπρωχνα ελαφρά προς τα μέσα. Απότομα γύρισε μ’ αγκάλιασε και κόλλησε το σώμα της στο δικό μου. Στάθηκε στις μύτες της και σήκωσε το ένα πόδι της λυγίζοντας το γόνατο της. Με φίλησε με πάθος αθόρυβα. Ξεκόλλησε και χώθηκε μέσα. Έκλεισα την πόρτα και κάλεσα το ασανσέρ.
Για το τι έγινε μέσα δε γνωρίζω γι αυτό καλύτερα να σας το πει η Μελίνα.
Δεν μπορώ ίσως να γράψω όπως ο Κώστας αλλά θα προσπαθήσω να σας διηγηθώ το τι έγινε όλη αυτή την ώρα και από αυτή την πλευρά του τοίχου. Περίμενα κάθε πρωί να φανεί ο Ζαζί. Την Τρίτη μέρα, έπινα καφέ γύρω στις 7.30, όταν άκουσα το θυρόφωνο του διπλανού διαμερίσματος να κτυπάει. Κοίταξα την οθόνη και είδα τον Ζαζί. Περίμενα να ανέβει, άνοιξα τρομαγμένη προσποιητά και τον παρακάλεσα να με βοηθήσει. Τον έβαλα στο μπάνιο που μια σωλήνα του θερμοσίφωνα έτρεχε ασταμάτητα πλημμυρίζοντας το πάτωμα. Είχα φροντίσει να ξεβιδώσω τη βίδα καθώς ανέβαινε. Έβαλε κάτι πετσέτες και προσπαθούσε να βρει εργαλείο για τι φράξει. Το είχα κρύψει. Έκανα πως έψαχνα και ξύπνησα τον Κώστα. Μόλις βγήκε εγώ γύρισα στο μπάνιο με τον κάβουρα. Ήταν μούσκεμα, προσπαθώντας να το φτιάξει έγινε χειρότερα αλλά τα κατάφερε. Τον βοήθησα να βγάλει το πουλόβερ και την φανέλα του ενώ τον βοήθησα και να σκουπιστεί. Δεν άντεχα είχα διεγερθεί υπερβολικά και άρχισα να τον φιλάω στο στήθος, στο λαιμό, στα μπράτσα και ζήτησα τα χείλη του. Ανταποκρίθηκε. Ήμουν κι εγώ βρεγμένη και διαγραφότανε η γύμνια μου. Ένοιωσα την διέγερση του, ταράχτηκα περισσότερο και χάιδεψα το όργανο του πάνω από τα ρούχα. Τα χείλη του με ρουφούσαν ενώ οι γλώσσες μας μπερδεύονταν υπέροχα. Προσπάθησα να βάλω το χέρι μου μέσα από το παντελόνι του αλλά τραβηχτικέ. “Όχι κυρία Μελίνα, όχι” επέμεινα αλλά τραβήχτηκε περισσότερο. “Ντεν μπορεί κυρά Μελίνα, ντεν μπορεί, η κυρία Λέλα θυμώσει”. Φούντωσα κι ήθελά να του ρίξω μια μπουνιά αλλά κρατήθηκα ψύχραιμη και του είπα ότι δεν μπορεί να πάει διπλά γιατί η κυρία Λέλα έχει κόσμο. “Μου είπε να την περιμένεις εδώ και θα κτυπήσει το κουδούνι μόλις μπορεί” Με κοίταξε με απορία. “Αυτή μου έδωσε τον κάβουρα” συνέχισα δείχνοντας το εργαλείο “είναι δικός της και μου το είπε. Να περιμένεις εδώ και θα κτυπήσει το κουδούνι.” Το πίστεψε δεν το πίστεψε άρχισε να με φιλάει αυτός τώρα. Με φιλούσε παντού. Ένοιωθα τα χείλη του σα μαξιλαράκια να ακουμπάνε το δέρμα μου ενώ εγώ έμενα κοκαλωμένη χωρίς να αντιδρώ. Αισθανόμουνα την ανάσα και τα φιλιά του να μου διεγείρουν τα κύτταρα πίσω από το αυτί, το λαιμό, τα στήθη, την κοιλία γύρω από τον αφαλό και πάλί ξανά πάνω αναζητώντας τα χείλη μου, το λαιμό μου και ξανά και ξανά με ένα ρυθμό αργό που έδινε μια ένταση αφόρητη. Δεν ήξερα αν έπρεπε να αφεθώ στον οργασμό που ερχόταν ή να κρατηθώ περιμένοντας το απροσδόκητο.
Μετά, δεν μπορώ να υπολογίσω την ώρα, αισθάνθηκα να με σηκώνει και να με ακουμπά στο πλυντήριο. Τα χείλη του τότε άρχισαν να φιλάνε τα πόδια μου αρχικά εξωτερικά και μετά εσωτερικά ανεβαίνοντας προς τα πάνω προς την βάση και την ένωση τους. Μόλις έφτανε γύριζε προς τα πίσω. Πονούσα από την ένταση και την προσμονή. Τα στήθη μου νόμιζα ότι θα εκραγούν. Βόγκηξα και τον παρακάλεσα να με τελειώνει. Αργοπόρησε αλλά τα χείλια του ακούμπησαν τα δικά μου κι η γλώσσα του χώθηκε σαν φίδι στον κόλπο μου. Ο οργασμός με ταρακούνησε. Αυτός συνέχισε στον ίδιο ρυθμό κι δεύτερος οργασμός μ’ έλειωσε εντελώς, μ’ έκανε χώμα με χαλάρωσε. Σηκώθηκε πήρε τα πόδια μου στους ώμους του και το όργανο του κατέλαβε το κάθε τετραγωνικό χιλιοστό του κόλπου μου. Τέτοια πλήρωση δεν είχα ξανααισθανθεί κι όμως το μισό παλούκι του ήταν έξω. Προσπάθησα με κινήσεις και με θέσεις να δεχτώ περισσότερο αλλά μάταια. Τα υγρά του με πλημμύρισαν κι άφησα κι εγώ τα δικά μου να ενωθούν μέσα μου.
Στον τελευταίο σπασμό έγειρα προς τα πίσω και μ’ έπιασε γιατί θα ’πεφτα στο κενό. Έδεσα τα χέρια μου πίσω απ’ το λαιμό και κρεμάστηκα πάνω του. Αφέθηκα. Δε βγήκε από μέσα μου κι έτσι με μετέφερε ως τον καναπέ του σαλονιού όπου και μ’ άφησε μαλακά. Ούτε τότε βγήκε. Εγώ αισθανόμουν μια απέραντη γλύκα σαν να ’χα πέσει σε λίμνη από μέλι. Προσπάθησε να κινηθεί μέσα μου, το όργανο του ήταν σκληρό και μεγάλο ακόμη, αλλά εγώ δεν είχα ούτε υφέσεις ούτε εξάρσεις ήμουν συνέχεια σ’ αυτό το ομιχλώδες γλυκό τοπίο και μ’ άρεσε. Βγήκε και κάθισε στο πάτωμα χαϊδεύοντας μου απαλά τα πόδια. Η νιρβάνα μου τώρα μπλεκόταν με μια ελαφριά νύστα καθώς ένιωθα τα δάκτυλα του να μαλάσσουν ήρεμα τους αστραγάλους και να κατεβαίνουν στα ακροδάχτυλα των ποδιών μου. Μόλις όμως τα χέρια του πάτησαν τα πέλματα μου μια δυνατή εκκένωση με συντάραξε. Η διέγερση κορυφώθηκε στιγμιαία κι έπιασε κόκκινο. Τώρα κτυπιόμουν στον καναπέ κι ανεβοκατέβαινα σαν καρυδότσουφλο σε τρικυμία. Πλημμύρισα. Αυτός συνέχισε το έργο του. Στα ανεβοκατεβάσματα μου τον έβλεπα να κάθεται οκλαδόν με το παλούκι του όρθιο σαν κατάρτι πλοίου. Με περίμενε. Βρήκα το κουράγιο και μ’ ένα πήδημα κάθισα πάνω του. Τον πήρα, βγάζοντας ταυτόχρονα ένα επιφώνημα ικανοποίησης, τον ένιωσα να με γεμίζει και να πιέζει το βάθος του κόλπου μου λες κι ήθελε να το τρυπήσει και να βγει στην κοιλιά μου. Τρελάθηκα. Πίεζα κι εγώ θέλοντας να σπάσει το φράγμα που εμπόδιζε το πουλί του να μπει όλο μέσα μου. Πονούσα και δε κατάλαβα ότι λίγα ούρα μου έφυγαν. Τρόμαξα κι έκανα να σηκωθώ. “Πάω να ουρήσω” δικαιολογήθηκα. Με κράτησε, νόμισα ότι δεν κατάλαβε και επανέλαβα. “Ντεν πειράζει” είπε. Απόρησα “Μα θέλω να ουρήσω” επέμεινα. “Κάντο εντώ” είπε και έσπρωξε με δύναμη μέσα μου το παλούκι του. Τα ’χασα αλλά δεν κρατήθηκα. Την ηδονή του αδειάσματος την διαδέχτηκε μια πρωτόγνωρη αίσθηση. Αφόρητη ηδονή. Τελείωνα ουρλιάζοντας. Ο Ζαζί έκανε το ίδιο.
Συνήλθα γρήγορα και τον έστειλα στο μπάνιο. Σκούπισα, καθάρισα κι έπλυνα τα πάντα, μετά πήγα κι εγώ στο μπάνιο. Ο Ζαζί άνοιξε την ντουζιέρα, με πήρε στην αγκαλία κι άρχισε να με σαπουνίζει. Το ζεστό νερό, το σαπουνισμα, οι κυκλικές κι απαλές κινήσεις του με χαλάρωσαν, έγειρα προς τα πίσω κι ακούμπησα τον ώμο μου στο στήθος του. “Κυρία Μελίνα αρέσει πολύ” είπε κι άρχισε να με φυλάει απαλά. Καύλωσα γιατί αισθάνθηκα το παπάρι του πάλυ σηκωμένο. Στηρήχτικα στην μπανιέρα και του κάθησα πισωκολητά. Χτυπιόμασταν χαλαρά κι όμορφα. Σηκωθήκαμε, φορέσαμε τα μπουρνούζια και με πήρε αγκαλια. Με άφησε στον καναπέ. Το μπουρνούζι άνοιξε στα σκέλια. Έπεσε στα τέσσερα σαν σκυλάκι κι άρχισε να μου γλύφει το μουνάκι. Με μέλωσε. Πήρε τα πόδια μου στους ώμους του όπως ήταν γονατιστός στον καναπέ αλφάδιασε το καυλί του στο μουνάκι μου και μπήκε. Απέραντη γλύκα. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο κι ήταν ο Κώστας. Μου είπε τα πάντα κι ότι σε λίγο θα έρθει η Λέλα. Έδιωξα τον Ζαζί και του είπα να περιμένει στην κρεαβατοκάμαρα να τον φωνάξω. Έβαλα γρήγορα ένα λεπτό ριχτό φορεματάκι χωρίς εσώρουχα κι ίσα που είχα φτιαχτεί όταν είδα την κ.Λέλα να κάνει την εμφάνιση της στην πόρτα. Την καλοσώρισα, την έβαλα να καθίσει, της έκανα καφέ και πιάσαμε την κουβέντα περί ανέμων και υδάτων. Τότε πρόσεξα το πρόσωπο της που έλαμπε. Ήταν φανερό ότι η γυναίκα είχε γαμηθεί. Η δουλειά του Κώστα ήταν το πουλάκι μου να την γαμήσει κιόλας σκέφτηκα κι είπα. “Τα είπατε με τον Κώστα ε;” “Ναι βέβαια” “Και συμφωνήσατε;” “Σε όλα, σε όλα μην ανησυχείς” “Κι ήταν καλός ο Κώστας;” “Εξαιρετικός, εξαιρετικός, καλός, ευγενικός, τσέντελμαν” “Και στο κρεβάτι” την κάρφωσα. Με κοίταξε αποσβολωμένη. Τα βλέματα μας συναντήθηκαν μετέωρα για κάποια δευτερόλεπτα κι ύστερα βάλαμε κι οι δυο τα γέλια. “Πρώτος, αστέρι” είπε και συνεχίσαμε να γελάμε. Ο πάγος έσπασε η συμφωνία είχε κλείσει. Της είπα ότι Ζαζί είναι μέσα. “Δεν έχω πολύ χρόνο” είπε “είμαι και χορτασμένη αλλά λίγο θα τσιμπισω” συνέχισε γλώντας. Φώναξα τον Ζαζί αλλά μόλις την είδε πήγε να φύγει φοβισμένος από το μπαλκόνι. Ευτυχώς που είχα κλείσει γιατί μπορεί και να πηδούσε. Πήγαμε δίπλα του να τον ηρεμήσουμε. Η επιδερμίδα του μετά το μπάνιο, η μυρουδιά του κι η πετσέτα του γύρω από την μέση του μας ερέθισε και τις δυο. Τον χαιδεύαμε μαζί, τον ηρεμούσαμε κι Λέλα του έλεγε συνέχεια ότι θα μας έχει μόνο εμας τις δύο και καμιά άλλη γιατί θα του τον κόψει. Λέγοντας αυά του πέταξε κάτω την πετσέτα και του τον χούφτωσε. Εγώ πήγα πίσω του χάιδεύοντας την πλάτη του και φιλόντας τον λαιμό του. Η Λέλα έκανε ένα βαθύ κάθισμα μπροστά του και του τον πήρε τσιμπούκι. Εγώ έτριβα το σώμα μου πάνω του. Ετριβά τα στήθη μου στην λεία πλάτη του, έτριωα το μουνί μου στον τορνευτό κώλο του και τον φύλλαγα όπου έβρισκα με πάθος. Τότε είδα την Λέλα, αφού έγλυψε και σάλιωσε καλά το καυλωμένο δαυλί του σιγά-σιγά το έχωσε όλο μέσα στο στόμα της. Τρελάθηκα. Τον πήρε μέχρι τ’ αρχίδια. Όλο σας λέω όλο. Νόμιζα ότι τον κατάπιε, ότι έφτασε στο στομάχι της. Τον έβγαζε και τον ξανακατάπινε όλο!!!!! Εγώ είχα μείνει με τα μάτια ανοιχτά να την κοιτάω. Ούτε που κατάλαβα ότι είχα πλημμυρίσει στα υγρά. Συνήλθα όταν ένοιωσα το κορμί του Ζαζί να σπαρταράει στην αγκαλιά μου. “Πως, πως το κάνεις αυτό;” ρώτησα έκπληκτη. “Μη νομίζεις πως είναι δύσκολο, θα σου το μάθω” είπε ενώ κατάπινε και καθάριζε την πούτσα του Ζαζί. Γλύψε, γλύψε του την σήκωσε πάλι του αραπάκου μας. Τον ξαπλώσαμε κάτω και τον καβαλήσαμε η μια απέναντι στην άλλη. Εγώ στην μούρη κι Λέλα δικαιωματικά στο καυλί. Στην προσπάθεια της να ανοίξει το δικτυωτό καλτσόν της και ναπαραμερίσει το στριγκάκι της, με τα δάχτυλα το έσκισε. Την βοήθησε κι ο Ζαζί σ’ αυτό και τον πήρε. Την χάζευα απέναντι της. Παρατηρούσα ότι είχε πολύ ωραίο σώμα για την ηλικία της, χωρίς περιττά κιλά, μούτρο έκφυλο και κάτι χείλια σαρκώδη, πλασμένα για τσιμπούκι. Τώρα ήταν και λίγο πρησμένα απ’ την πίπα που έκανε πριν. Το φουστάνι είχε μαζευτεί στην μέση της. Τα βυζιά μεγάλα, στητά με κάτι ρώγες σαν καυλιά όρθια χοροπηδούσαν από το καβαλίκεμα του μαύρου πούτσαρου. Ο κώλος της μεγάλος, τρουλωτός, σφικτός φαινότανε και το μουνί της ποίημα. Χείλια, μακριά, σαρκώδη που κρεμότανε. Κόλπος μεγάλος, υγρός που εξαφάνιζε τον πούτσο του Ζαζί. Α!! και κλειτορίδα τεράστια, κόκκινη, σκέτο καυλί, μακρύτερη δεν είχα ξαναδεί. Την χάζευα και καύλωνα ενώ είχα ανοίξει τα κουμπία του φουστανιού μου από πάνω ως κάτω, είχα χώσει το δεξί μου χέρι στο άνοιγμα κι έτριβα το βυζί μου. Με το ελεύθερο χέρι στηριζόμουνα στο τραπέζι του σαλονιού κι είχα γύρει προς τα πίσω προσφέροντας καλύτερη θέση στην γλώσσα του Ζιζούκου μου που έκανε την διαδρομή κώλο-μουνί-κλειτορίδα και πίσω με τέτοια μαστοριά που με τρέλαινε. Η Λέλα απέναντι μου έδινε ρίγη ηδονής. Νομίζω ότι κι αυτή ηδονιζότανε βλέποντας με καθώς καρφωνότανε στο παπάρι του φίλου μας. Θα ήθελα να την αγγίξω, να τη ζουλίξω, να την φιλήσω αλλά δεν το τολμούσα. Δεν είχα ξαναγγίξει γυναίκα, ούτε την είχα φαντασιωθεί, τώρα όμως με προβόκαρε ιδιαίτερα. Τότε ήταν που άκουσα την φωνή του Κώστα να μας παρακινεί λες και μάντεψε την σκέψη. “Γιατί δεν αγγίζεστε λίγο κυρίες μου;” Γυρίσαμε κι οι δυο μαζί κι είδαμε τον Κώστα να στέκεται στο χωλ, να τον έχει βγάλει έξω και να τον παίζει. Πρώτη στην προτροπή του άντρα μου αντέδρασε η Λέλα που άπλωσε το χέρι της και μου χάιδεψε το βυζί. Η ρώγα μου πετάχτηκε αμέσως φανερώνοντας την καύλα μου. Ανατρίχιασα στο άγγιγμα της. Πρωτόγνωρο αίσθημα κι ηδονικό. Άπλωσα κι εγώ να πιάσω το βυζί της. Βαρύ, γεμάτο στήθος με απαλό δέρμα. Τα δάχτυλα μου έφτασαν στην ρώγα της κι ένοιωσα το σήκωμα της. Ηδονή και δειλία για να προχωρήσουμε περισσότερο. Τότε ο Κώστας ήρθε προς το μέρος μας κι έφερε την ψωλή του ανάμερα στα πρόσωπα μας. Σκύψαμε κι οι δυο για να πάρουμε με τα χείλη μας σάντουιτς την ψωλή του. Η κάθε μια έγλειφε από την μεριά της το πυρωμένο καυλί. Οι ανάσες μας έμπλεκαν ενώ τα χείλη μας προσεκτικά απέφευγαν την επαφή. Ξαφνικά ο Κώστας τράβηξε απότομα την ψωλή του κι αναπόφευκτα τα χείλη μας ήρθαν σ’ επαφή. Παγώσαμε, αλλά οι γλώσσες μας άγγιξαν τα χείλη μας άγγιξαν οι ανάσες μας έσμιξαν. Δεν ξέρω αν ξεκίνησε κάποια μας πρώτη αλλά οι γλώσσες μας άρχισαν ένα τρελό χορό και τα χείλη κόλλησαν σαν βεντούζα στην λυσσασμένη απόλαυση μιας απαγορευμένης ηδονής.
Ο Ζαζί από κάτω μας συνέχισε να πηδάει τις τρύπες μας με την γλώσσα του και την ψωλή του. Χύσαμε με ταυτόχρονους σπασμούς. Οι άνδρες όμως δεν μας άφησαν να πάρουμε ανάσα ούτε ένα τσιγάρο να κάνουμε. Εγώ έγειρα κι ακούμπησα την πλάτη μου στο τραπέζι του σαλονιού ενώ ο Ζαζί μου είχε μουδιάσει τις τρύπες από το γλείψιμο και συνέχιζε απτόητος. Εγώ δεν είχα την δύναμη ούτε να καυλώσω. Η Λέλα με το καυλί του καβάλα έγειρε και ξάπλωσε πάνω στο σώμα του. Ο κώλος της τουρλώθηκε κι ο Κώστας πήρε θέση πίσω της. Ο πούτσος του πόντο-πόντο έμπαινε μέσα της. Δεν αντιδρούσε ήταν λιώμα κι αυτή. Τον τρώγαμε σαν πουτάνες, δεν καυλώναμε απλά τους δίναμε τις τρύπες μας για να χύσουν. Τότε οι ματιές μας με την Λέλα ενώθηκαν ίσως κι οι σκέψεις. Καύλα μου χτύπησε αμέσως κόκκινο. Βόγκηξα. Η Λέλα σύρθηκε πάνω στο σώμα του Ζαζί κι η γλώσσες τους ενώθηκαν στο μουνί μου. Με γλείφανε παρέα ενώ η Λέλα βογκούσε η από την γλύκα του μουνιού μου ή από τις ψωλές που έτρωγε ή κι από τα δύο. Ήμουνα έτοιμη να ξαναχύσω όταν το κουδούνισμα ενός τηλεφώνου μας σταμάτησε. Ήταν το κινητό της Λέλας. Πήγαμε να σηκωθούμε αλλά η Λέλα μας έκανε νόημα να μη μιλήσουμε κι εγώ της έδωσα το κινητό από το τραπέζι του σαλονιού. “Ναι;”…..”Ναι πήγα για ψώνια”….”Ναι γλυκέ μου ότι θες”……”Ναι, ναι μην ανησυχείς όλα θα είναι εντάξει καλέ μου”….. “Όχι, ναι φιλάκια, τα λέμε το απόγευμα” κι έκλεισε. Ήταν ο άντρας της. Μιλούσε και γαμίοτανε χωρίς να δίνει στην άλλη άκρη της γραμμής καμιά τέτοια εντύπωση. Ήταν φανταστική μας καύλωσε. Οι άντρες την γάμησαν πια με λύσσα μέχρι που έχυσε άγρια.
Την ταΐσανε μπόλικο σπέρμα. Τους καθάρισε και τους δυο με το στόμα, ντύθηκε έκανε ένα τσιγάρο, φιληθήκαμε όλο χαρά για την συνεργασία που ξεκινούσε. “Μικρή μου είσαι υπέροχη, θα περάσουμε υπέροχα” είπε “Το θέλω πολύ” της είπα κι έφυγε. Οι άντρες ήταν ξάπλα στο πάτωμα κι έκαναν διάλλειμα με τσιγάρο. Πήγα να περάσω προς τα μέσα όταν ο άντρας μου, μου έκανε νόημα. Μου έδειξε τον πούτσο του. “Η σειρά μου τώρα;” ρώτησα. Μου έγνεψε καταφατικά. Έπεσα στα γόνατα και του τον πήρα τσιμπούκι. Σε λίγο μου τον έδωσε κι ο αραπάκος μας. Τους έγλειψα μέχρι που τους σήκωσα. Καβάλησα τον άντρα μου κι έστησα τον κωλαράκο μου στον Ζαζί. Ούρλιαζα, αλλά πίσω δεν έκανα, καθώς ο μαύρος εκπορθητής μου τρύπαγε τον κώλο. Ήταν η πρώτη φορά που δυο αληθινές ψωλές με γέμιζαν. Τους πήρα, τους ευχαριστήθηκα κι έχυσα τα σωθικά μου από την καύλα. Φανταστική αίσθηση αξεπέραστη. Αυτά από εμένα ας συνεχίσει ο Κώστας.
Αυτή η παρέα κράτησε περίπου τρία χρόνια και νοιώσαμε απίθανες απολαύσεις. Λύσαμε προβλήματα, πήραμε προφυλάξεις αλλά κανείς δεν έμαθε για τις δραστηριότητες μας. Η Λέλα εκτός από μουνάρα και καταπληκτική ερωμένη ήταν πολύ έξυπνη κι εύρισκε λύσεις. Εγώ δεν μπορούσα να τις πηδήξω πρωί που έλειπε ο άντρας της, ο Ζαζί προτιμούσε το απόγευμα για να μη δίνει στόχο στους δικούς του κι η Μελίνα “φόρτωνε” καλύτερα τα παιδιά στους γονείς της το απόγευμα και το βράδυ. Η Λέλα λοιπόν βρήκε την λύση. Μπιρίμπα. Έπαιρνε άδεια από τον κύριο προϊστάμενο και άντρα της για μπιρίμπα!!!!! Του ετοίμαζε τον καφέ του μετά τον απογευματινό του ύπνο, του τον πήγαινε στην τηλεόραση, του ετοίμαζε το βραδινό του, ντυνότανε κι έτσι ντυμένη του έπαιρνε μια όμορφη πίπα για να τον αδειάσει, τον φιλούσε, έπαιρνε την τσάντα της κι έφευγε για μπιρίμπα με τις φίλες της!!!!!. Αν την ήθελε είχε έτοιμο το κινητό της. Μόλις έφευγε χωνότανε στο διαμέρισμα μας και στήναμε το κουαρτέτο του έρωτα. Οι γκόμενες τα είχαν σχεδιάσει όλα. Εχω την υποψία ότι το κάνανε μόνες τους και το πρωι αλλά ποτέ δεν το έψαξα. Δεν έψαξα ούτε αν στις πρωινές συνευρέσεις τους συμμετείχαν κι άλλοι μετανάστες της μαύρης παροικίας, ήμουνα χορτάτος με αυτά που βίωνα. Η Μελίνα κι η Λέλα βέβαια αρνούντε μια τέτοια εκδοχή αλλά εμένα μου αρέσει και σαν φαντασίωση. Το παρεάκι που κράτησε 33 μήνες διαλύθηκε. Πρώτος εξαφανίστηκε ο Ζαζί, άγνωστο γιατί. Έμεινα μόνος να τις πηδάω και τις δυο αλλά δεν τις χόρταινα. Μετά η Λέλα κι ο άντρας της φύγανε με μετάθεση γιατί άλλαξε η κυβέρνηση και τέλος η Μελίνα έμεινε ξανά έγκυος. Η Λέλα ήρθε από τότε 4-5 φορές μόνη της για να δει το σπίτι και να κάνει κάποιες δουλειές. Πηδηχτήκαμε και κοιμηθήκαμε κι οι τρεις μαζί. Μας έχει μείνει η ωραιότερη ανάμνηση.
Φιλικά Κώστας & Μελίνα